Αν και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με τις κυβερνητικές πληροφορίες, ας δεχθούμε για την οικονομία της συζήτησης, ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα κλείσει αργά ή γρήγορα.

Η κυβέρνηση θα κάνει τον πόνο της χαρά και θα πανηγυρίσει, όπως έκανε και με την πρώτη αξιολόγηση, που καθυστέρησε επίσης ένα χρόνο. Θα βαφτίσει το κρέας ψάρι και θα μιλήσει για νίκη στα εργασιακά και αναγκαστικό «συμβιβασμό» για τη ΔΕΗ, παρά τη θέλησή της, από τους κακούς δανειστές και την πάντα κακή αντιπολίτευση. Θα κάνει λόγο για επιστροφή στην ομαλότητα, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, χαμηλά επιτόκια, σταθερότητα, ανάπτυξη και ξεπέρασμα της κρίσης.

Δυστυχώς για τη χώρα τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει.

Τα κυβερνητικά στελέχη όλο αυτό το διάστημα δίνουν μία μάχη οπισθοφυλακών. Την ίδια στιγμή που έχουν δεχθεί επιπλέον μειώσεις σε συντάξεις και αφορολόγητο, ύψους 3,2 δις ευρώ για μετά το 2018, κρατούν ανοικτή την διαπραγμάτευση για τη ΔΕΗ, για τα εργασιακά και για τη διατήρηση της ισχύος των συνδικαλιστών, για να υπηρετήσουν τις εμμονές τους και την προσήλωσή τους στον κρατισμό. Στόχος τους δεν είναι η επιστροφή στην ομαλότητα και στην ανάπτυξη, αλλά η δημιουργία ενός πειστικού αφηγήματος που θα γίνει δεκτό στο στενό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινοβουλευτική του ομάδα.

Στην ουσία, οι εμμονές της κυβέρνησης δεν λύνουν προβλήματα, προσθέτουν και άλλα. Η απαγόρευση των ομαδικών απολύσεων όλα τα χρόνια της κρίσης δεν απέτρεψε την εκτίναξη της ανεργίας, το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ακόμα και εκείνων που θα μπορούσαν να διασωθούν διατηρώντας ένα μέρος του προσωπικού τους. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η απαγόρευση των απολύσεων σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων και τη μείωση της ανεργίας. Όταν κάποιος γνωρίζει ότι σε καιρούς δύσκολους θα είναι αναγκασμένος να απασχολεί προσωπικό που δεν χρειάζεται και θα έχει ζημιές, θα σκεφτεί πολύ να επενδύσει στη χώρα μας. Θα στραφεί σε χώρες όπως η Δανία, η Αυστρία, η Ολλανδία όπου υπάρχει πιο ευέλικτο πλαίσιο. Η κυβέρνηση μαχόμενη υπέρ της απαγόρευσης των ομαδικών απολύσεων, με τις καθυστερήσεις και την ανασφάλεια που έχει δημιουργήσει έχει αυξήσει την ανεργία και έχει απορυθμίσει εντελώς την αγορά εργασίας! Τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, χάθηκαν 30.000 θέσεις μισθωτής εργασίας, αριθμός που αποτελεί αρνητικό ρεκόρ 15ετίας και η ανεργία αυξήθηκε 1% πλησιάζοντας το 23,6%. Η μαύρη εργασία και η part time απασχόληση είναι καθεστώς, με ανυπολόγιστο κόστος για το ασφαλιστικό μας σύστημα. Εξακόσιες χιλιάδες εργαζόμενοι εισπράττουν κάτω από 400 ευρώ. Δέκα εργαζόμενοι με τις εισφορές τους καλύπτουν πλέον έναν συνταξιούχο.

Στον τομέα της ενέργειας οι εμμονές της κυβέρνησης στον κρατισμό έχουν φέρει την εταιρεία στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Η ακύρωση του σχεδίου της «μικρής ΔΕΗ», η αποτυχία της ουσιαστικής ιδιωτικοποίησης του ΑΔΜΗΕ, η πολιτική κάλυψη σε νοοτροπίες και συμπεριφορές «δεν πληρώνω» οδηγούν την εταιρεία σε μαρασμό: πτώση της χρηματιστηριακής της αξίας, έλλειψη κεφαλαίων για επενδύσεις, αδυναμία εξυπηρέτησης του δανεισμού της και πληρωμής των εργαζομένων. Η αριστερή κυβέρνηση που μάχεται για τον δημόσιο χαρακτήρα της ΔΕΗ, ουσιαστικά μάχεται για να συνεχίσει να πουλά η ΔΕΗ ενέργεια στους ανταγωνιστές της, σε τιμές κάτω του κόστους!!! Οδηγεί την εταιρεία με μαθηματική ακρίβεια σε πλήρη απαξίωση και κατάρρευση με ανυπολόγιστο κόστος για την εθνική οικονομία.

Τι θα γίνει λοιπόν αν καταφέρει η κυβέρνηση να κλείσει την αξιολόγηση; Θα επιστρέψει η οικονομία σε σταθερότητα; Θα κλείσει ο υφεσιακός κύκλος και θα έρθει η «δίκαιη ανάπτυξη»; Τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί. Η οικονομία θα συνεχίσει να σέρνεται. Η καθυστέρηση της αξιολόγησης έχει ήδη βυθίσει την χώρα σε μία παρατεταμένη αβεβαιότητα. Το κόστος είναι ήδη πολύ βαρύ. Το μομέντουμ έχει χαθεί οριστικά.

Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στο οποίο τόσο έχει επενδύσει η κυβέρνηση λήγει στο τέλος τους έτους και μάλλον δεν θα υπάρξει παράταση. Η χρονιά που πέρασε κλείνει στην καλύτερη περίπτωση με μηδενική ανάπτυξη. Οι προβλέψεις για το πρώτο τρίμηνο του 2017 είναι ιδιαίτερα αρνητικές και οι στόχοι της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,7% το 2017 δεν φαίνεται να επαληθεύονται. Η κατανάλωση στο λιανεμπόριο μειώθηκε κατά 10% τους πρώτους μήνες του 2017. Από την αρχή του χρόνου έχουμε εκροές 4,2 δις ευρώ από το τραπεζικό σύστημα και αύξηση 1,5 δις ευρώ των κόκκινων δανείων, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα είχαμε 1,63 δις ευρώ νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές στο δημόσιο. Οι μεγάλες επενδύσεις καρκινοβατούν. Τα σενάρια Grexit, έχουν επιστρέψει σε μία Ευρώπη, πλέον, των πολλών ταχυτήτων.

Η κυβέρνηση δεν μπορεί να υπηρετήσει το αφήγημα που χρειάζεται η χώρα: μεταρρυθμίσεις σε κράτος και οικονομία, ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, προσέλκυση επενδύσεων, στήριξη της επιχειρηματικότητας. Δέσμια στον κρατισμό, πορεύεται σε ένα δρόμο ασύμβατο με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τις ανάγκες της χώρας και τις προκλήσεις των καιρών.

* Ο Μανώλης Γραφάκος είναι οικονομολόγος, πρώην Δήμαρχος Μελισσίων, Αναπληρωτής Γραμματέας Προγράμματος Νέας Δημοκρατίας