Ο Κ. Μητσοτάκης, μιλώντας στη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας, ξεκαθάρισε την ατμόσφαιρα, όχι μόνον απορρίπτοντας σχεδιασμούς περί πρόωρων εκλογών, αλλά και σε σχέση με τη στρατηγική, τους στόχους και τις προβλέψεις του κυβερνητικού πολιτικού σχηματισμού. Μιλώντας την Κυριακή περισσότερο ως πρωθυπουργός και όχι μόνον ως ηγέτης της Κεντροδεξιάς, αναγνωρίζοντας την ευθύνη που έχει εκ της θέσης και της θεσμικής αρμοδιότητός του να στείλει σαφή μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση τόσο στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να εξαιρούνται οι πολιτικοί αντίπαλοι της αντιπολίτευσης, στους επιχειρηματίες, στους εργαζομένους και στα νοικοκυριά, όσο και σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διαδρομή που θα ακολουθήσει η Ελλάδα στην παρούσα αλλά και την επόμενη συγκυρία εν μέσω παγκόσμιων ανακατατάξεων και κρίσεων.

Ετσι, ο πρωθυπουργός από το βήμα του μεγαλύτερου κόμματος στο ελληνικό Κοινοβούλιο έκανε σαφές ότι οι εκλογές θα κηρυχθούν στο προβλεπόμενο όριο της συνταγματικής θητείας, την ερχόμενη άνοιξη. Αυτό σημαίνει, μεταξύ των άλλων, ότι η χώρα, με ένα από τα βαρύτερα δημόσια χρέη στην ευρωζώνη και το περιορισμένο ΑΕΠ εξαιτίας των τριών -όχι ιδιαίτερα παραγωγικών- ευρωπαϊκών μνημονίων «επιλεκτικής χρεοκοπίας» της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά με πολύ ισχυρή ευστοχία ως προς την πλήρωση των δημοσιονομικών στόχων και των ρυθμών ανάπτυξης, παρά την πανδημία της COVID-19, θα παραμείνει σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας για τους επόμενους 14 μήνες. Το χρονικό διάστημα αυτό κρίνεται αντικειμενικά, και όχι στη βάση εκλογικών σκοπιμοτήτων, απολύτως κρίσιμο. Γιατί η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες της ευρωζώνης και της Δύσης, καλούνται να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες της ενεργειακής κρίσης που προκαλεί η βίαιη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, την επίσης αλματώδη παγκοσμίως αύξηση του πληθωρισμού και την ενίσχυση των επιτοκίων που αυτή φέρει ως αναγκαίο ανάχωμα, μαζί με την επερχόμενη ενίσχυση των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, με προβλεπόμενη κλιμάκωση εξαιτίας της επερχόμενης επισιτιστικής κρίσης.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είναι κρίσιμο -«εθνικό στόχο» το χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός- να ανακτήσει την επενδυτική της βαθμίδα στις αγορές μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2023, αλλά και να διοχετεύσει τα κεφάλαια και τα ευνοϊκά δάνεια στην εσωτερική αγορά και τις επιχειρήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, προκειμένου να ενισχύσει το ΑΕΠ της, να ισορροπήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης και να επιταχύνει την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου και την αυτάρκεια της οικονομίας της, διασφαλίζοντας την ενεργειακή της επάρκεια. Ο πρωθυπουργός στο πεδίο αυτό μίλησε για έναν κυβερνητικό προγραμματισμό 12 μηνών, που σημαίνει ότι η κυβερνητική λειτουργικότητα δεν μπορεί να υποχωρήσει στη βάση εκλογικών προτεραιοτήτων και σκοπιμοτήτων, απλώς και μόνον γιατί οι διαδοχικές και επάλληλες διεθνείς κρίσεις δεν επιτρέπουν εκπτώσεις στην κυβερνησιμότητα. Κάτι που μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως και σε μερική αναδιάταξη στο κυβερνητικό σχήμα, όχι όμως στην εκλογική λογική των παροχών και του «ρουσφετιού», όπως πολλοί κοινοβουλευτικοί και μη ομνύουν, αλλά στην εξυπηρέτηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων της χώρας και των δοκιμαζόμενων πολιτών.

Πέραν αυτών, απολύτως ξεκάθαρος ήταν, γεγονός που αιφνιδίασε πολλούς σε σύγχυση και στις τάξεις της Ν.Δ, ως προς τον στόχο της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές, στη ζώνη του 40%. Αφήνοντας πίσω ο κ. Μητσοτάκης την ομιχλώδη συζήτηση περί κυβερνητικών σχημάτων συνεργασίας ή, το χειρότερο για την Ελλάδα, ευκαιριακών σχημάτων τύπου Παπαδήμου -μια συζήτηση την οποία ούτως ή άλλως είχε εξαρχής ο ίδιος απορρίψει ως ευκταία προοπτική για τη διακυβέρνηση-, ζήτησε από τους πολίτες από τώρα στήριξη σταθερή και με ευθύνη και στους δύο εκλογικούς κύκλους. Στον πρώτο με απλή αναλογική, που θα διαμορφώσει τις συνθήκες, και στον δεύτερο με τη νέα, πιο δίκαιη ενισχυμένη αναλογική, απ’ όπου θα προκύψει αυτοδύναμη, σταθερή διακυβέρνηση μέχρι το 2027. Είναι ενδιαφέρον και εξόχως σημαντικό ότι ήδη οι πολίτες τάσσονται αυθορμήτως στην ίδια στρατηγική λογική με τον πρωθυπουργό ως προς τη σημασία των αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

Αυτό διεφάνη σε δημοσκόπηση της GPO (για λογαριασμό του power game.gr), όπου η αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη κατέγραψε υπεροχή με στήριξη του 30% των ερωτηθέντων, η αυτοδύναμη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα κινήθηκε στο 16%, ενώ τα σχήματα κυβερνητικής συνεργασίας εντυπωσιακά χαμηλότερα: Ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ στο 14% και της Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝ.ΑΛ., που προφανώς σκοπίμως κάποιοι συνδέουν με το «άνοιγμα στο Κέντρο», μόλις 8,4%.

Συμπέρασμα: Η κατάσταση των πραγμάτων είναι σαφής. Και όποιος θέλει να καταλάβει… καταλαβαίνει!

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 14 Μαΐου 2022