H συγκρότηση ενός νέου κράτους
Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει εν τοις πράγµασι ότι ακόµη και σήµερα δεν αποδέχεται παραδοχές του τύπου «Αυτή είναι η Ελλάδα»
Η κύρια αποστολή του Κ. Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού θα ήταν η ενίσχυση των επενδύσεων στη χώρα, η µείωση των φόρων, η αύξηση των µισθών και των εισοδηµάτων των πολιτών, ο λειτουργικός και τεχνολογικός εκσυγχρονισµός του κράτους στη σχέση του µε τους πολίτες και η θεσµική «διόρθωση» της διοίκησης, µε αξιοκρατία, αξιολόγηση και αναβάθµιση των υπηρεσιών κοινωνικής ευθύνης, όπως Παιδεία, Υγεία, ασφάλιση. Ταυτόχρονα, το όραµα για µια ισχυρή Ελλάδα θα συµπληρωνόταν µε την αναβάθµιση της γεωπολιτικής σηµασίας, την ενεργό διεθνή πολιτική, τη συγκρότηση και το αξιόµαχο των Ενόπλων ∆υνάµεων και του συστήµατος δοµικής εσωτερικής ασφάλειας, σε µια υπέρβαση του «βάλτου» που άφησαν πίσω τους η δηµοσιονοµική χρεοκοπία και οι ισοπεδωτικές µνηµονιακές πολιτικές
. Ο Κ. Μητσοτάκης, ένας ρεαλιστής πολιτικός και λειτουργικός πρωθυπουργός, γνωρίζει από την πρώτη ηµέρα στο Μέγαρο Μαξίµου, ίσως και πριν από αυτήν, ότι η πρωθυπουργική θητεία δεν µπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα προβλήµατα και στις εγγενείς αδυναµίες που χαρακτηρίζουν το νέο ελληνικό εθνικό κράτος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, µπορεί να το οργανώσει µαζί µε την οικονοµία και την κοινωνική συγκρότηση για την επερχόµενη εποχή για τον κόσµο, µε δοµικές διαφοροποιήσεις όχι µόνο γεωπολιτικά και ενεργειακά, αλλά και σε αυτήν την καθηµερινότητα των ανθρώπων. Ορίζοντας τον κυβερνητισµό και την αποστολή του ως µια «πρωθυπουργία µετάβασης» από την Ελλάδα της παρακµής και της κατάρρευσης σε µια Ελλάδα πλήρες και ισχυρό κράτος στην Ευρώπη και αξιόπιστο σύµµαχο και συνοµιλητή σε κεντρικό επίπεδο της ∆ύσης και των ΗΠΑ, µίλησε για την Ελλάδα του 2030. Με τον τρόπο αυτόν όρισε το χρονοδιάγραµµα της µεταβατικής αυτής πορείας προς µια νέα ευηµερία για την κοινωνία και µια νέα εθνική και κοσµοπολίτικη αυτοπεποίθηση για την κρατική δοµή, που φθάνει λίγα χρόνια µετά τη δεύτερη πρωθυπουργία του, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει.
Αυτό που λογικά αιφνιδιάζει τον πρωθυπουργό, πέραν των εισαγόµενων, πρωτόγνωρων ιστορικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, διεθνών κρίσεων, όπως η πανδηµία, για παράδειγµα, ή οι ενεργειακές και πληθωριστικές κρίσεις, ως αιτία πολέµου στην Ευρώπη, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται βασικές κρατικές δοµές ως προς τη λειτουργία και την ψυχολογία του ανθρώπινου δυναµικού τους στην ασφάλεια, τις συγκοινωνίες, την Υγεία, την Παιδεία, την ανώτερη γραφειοκρατία και τη ∆ικαιοσύνη. Μπορεί να είχε την εµπειρία της θητείας του στο υπουργείο ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης ή να προέρχεται από ένα παραδοσιακό πολιτικό «σπίτι», αλλά χρειάζεται βαθιά απαισιοδοξία, που προφανώς δεν διέθετε ο κ. Μητσοτάκης, για να κατανοήσεις µε τον δέοντα κυνισµό την «κατάσταση των πραγµάτων» ως προς το βάθος της παρακµής των θεσµών και των αξιωµατούχων. Αν όµως διακατέχεσαι από µια τέτοιου τύπου απαισιοδοξία ή κυνισµό, δεν θα αναλάµβανες ποτέ την πρωθυπουργία µε τέτοιες προσδοκίες και οράµατα.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει εν τοις πράγµασι ότι ακόµη και σήµερα δεν αποδέχεται παραδοχές του τύπου «Αυτή είναι η Ελλάδα». ∆εν κλονίσθηκαν, άλλωστε, τα «πιστεύω» του από τις εµπειρίες της διακυβέρνησης του πατέρα του, Κ. Μητσοτάκη, ή του Κ. Σηµίτη ή του Κ. Καραµανλή. ∆ιδασκόµενος από τα λάθη και τις δυσχέρειες και της δικής του θητείας, αλλά έχοντας µελετήσει µε βάθος ψυχής και αντίληψης την Ιστορία, τη νεότερη και την παλαιότερη, δείχνει αποφασισµένος να υπερβεί τις εµπλοκές και την κακοδαιµονία του «failed state» ενός συνόλου παραδόπιστων ιδιωτών και να συγκροτήσει, υπό τις εντολές και το πείσµα του, ένα νέο κράτος. Οι Ελληνες, από την πλευρά τους, δείχνουν εµπιστοσύνη στις δυνάµεις και την πεποίθησή του, υποστηρίζοντας τον κυβερνητισµό του.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, δεν διαθέτει εθνική αστική τάξη για να στηρίξει τις προσδοκίες του ο µέσος άνθρωπος ότι µπορεί να υπάρξει µετεξέλιξη, ουσιαστική και δοµική, της καθηµερινότητας και της µοίρας του. ∆εν υπάρχουν αξιόλογα µοντέλα και κοινωνικά πρότυπα µε εσωτερικό πολιτισµό, αισθητική και ενσυναίσθηση καθήκοντος. Το «πέρασµα» σε µια νέα εποχή και έναν νέο ελληνικό πολιτισµό προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια και συναντίληψη. Πειθαρχία και ατοµική και οικογενειακή ευθύνη. Πολιτική σταθερότητα και επίµονη αλληλεγγύη. Υποµονή και µεθοδικότητα. Κρίσιµες αποφάσεις. Η Ελλάδα έχει πρωθυπουργό. Εχει κυβέρνηση. Εχει, όµως, και βάθος παρακµής. Αποδοχή αυτοταπείνωσης, αποτέλεσµα του ρουσφετιού, της αναξιοκρατίας, της προδοσίας των προσδοκιών, του κοµµατισµού, της κυριαρχίας των «κοτζαµπάσηδων της αρπαχτής». Η Ελλάδα δεν έχει πλέον αξιοπρέπεια, όραµα, αισθητική, πεποίθηση προόδου, κοινωνικό εθελοντισµό. ∆εν έχει «αξιωµατικούς» του καθήκοντος, του ρόλου, της αποστολής. ∆εν έχει σε επάρκεια «ανθρώπους του κράτους». Είναι ταυτόχρονα λαϊκίστικη και θύµα του λαϊκισµού. Οι Ελληνες συνήθισαν να αντιµετωπίζουν τον εκσυγχρονισµό και την εξέλιξη ως «απειλή». ∆εν φταίνε αυτοί, αλλά οι αυτοχαρακτηριζόµενοι εκσυγχρονιστές, που κινήθηκαν πάντα τιµωρητικά, υπεροπτικά, επιτιµητικά. Κάτι σαν «ξένος στρατός κατοχής». Εκείνο που πρέπει να αποδεχθεί ο πρωθυπουργός είναι ότι αυτό που θέλει να πετύχει αποτελεί έναν νέο «βενιζελισµό» της πρώτης περιόδου.
Θα χρειασθεί µια αστική πρωτοπορία τύπου Μεσοπολέµου, µε το πλεονέκτηµα ότι δεν κινδυνεύουµε από εθνικό διχασµό. Αλλά δεν υπάρχει κράτος για να εκσυγχρονισθεί. Ολα έχουν «σαπίσει» µέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια. Χρειαζόµαστε ένα νέο κράτος, µια νέα κοινωνική ευθύνη, µια νέα ηθική ρόλων, που θα εγγυηθούν το µέλλον. Εχει, όµως, πλεονέκτηµα. Οι πολίτες τον ακολουθούν και ο εαυτός του δεν θα του επιτρέψει να ηττηθεί από τις εµπλοκές και τις δυσχέρειες.
Ο στόχος τελικά, κ. πρωθυπουργέ, είναι αυτοσκοπός…
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 12/8
. Ο Κ. Μητσοτάκης, ένας ρεαλιστής πολιτικός και λειτουργικός πρωθυπουργός, γνωρίζει από την πρώτη ηµέρα στο Μέγαρο Μαξίµου, ίσως και πριν από αυτήν, ότι η πρωθυπουργική θητεία δεν µπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα προβλήµατα και στις εγγενείς αδυναµίες που χαρακτηρίζουν το νέο ελληνικό εθνικό κράτος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, µπορεί να το οργανώσει µαζί µε την οικονοµία και την κοινωνική συγκρότηση για την επερχόµενη εποχή για τον κόσµο, µε δοµικές διαφοροποιήσεις όχι µόνο γεωπολιτικά και ενεργειακά, αλλά και σε αυτήν την καθηµερινότητα των ανθρώπων. Ορίζοντας τον κυβερνητισµό και την αποστολή του ως µια «πρωθυπουργία µετάβασης» από την Ελλάδα της παρακµής και της κατάρρευσης σε µια Ελλάδα πλήρες και ισχυρό κράτος στην Ευρώπη και αξιόπιστο σύµµαχο και συνοµιλητή σε κεντρικό επίπεδο της ∆ύσης και των ΗΠΑ, µίλησε για την Ελλάδα του 2030. Με τον τρόπο αυτόν όρισε το χρονοδιάγραµµα της µεταβατικής αυτής πορείας προς µια νέα ευηµερία για την κοινωνία και µια νέα εθνική και κοσµοπολίτικη αυτοπεποίθηση για την κρατική δοµή, που φθάνει λίγα χρόνια µετά τη δεύτερη πρωθυπουργία του, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει.
Αυτό που λογικά αιφνιδιάζει τον πρωθυπουργό, πέραν των εισαγόµενων, πρωτόγνωρων ιστορικά τα τελευταία πενήντα χρόνια, διεθνών κρίσεων, όπως η πανδηµία, για παράδειγµα, ή οι ενεργειακές και πληθωριστικές κρίσεις, ως αιτία πολέµου στην Ευρώπη, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται βασικές κρατικές δοµές ως προς τη λειτουργία και την ψυχολογία του ανθρώπινου δυναµικού τους στην ασφάλεια, τις συγκοινωνίες, την Υγεία, την Παιδεία, την ανώτερη γραφειοκρατία και τη ∆ικαιοσύνη. Μπορεί να είχε την εµπειρία της θητείας του στο υπουργείο ∆ιοικητικής Μεταρρύθµισης ή να προέρχεται από ένα παραδοσιακό πολιτικό «σπίτι», αλλά χρειάζεται βαθιά απαισιοδοξία, που προφανώς δεν διέθετε ο κ. Μητσοτάκης, για να κατανοήσεις µε τον δέοντα κυνισµό την «κατάσταση των πραγµάτων» ως προς το βάθος της παρακµής των θεσµών και των αξιωµατούχων. Αν όµως διακατέχεσαι από µια τέτοιου τύπου απαισιοδοξία ή κυνισµό, δεν θα αναλάµβανες ποτέ την πρωθυπουργία µε τέτοιες προσδοκίες και οράµατα.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει εν τοις πράγµασι ότι ακόµη και σήµερα δεν αποδέχεται παραδοχές του τύπου «Αυτή είναι η Ελλάδα». ∆εν κλονίσθηκαν, άλλωστε, τα «πιστεύω» του από τις εµπειρίες της διακυβέρνησης του πατέρα του, Κ. Μητσοτάκη, ή του Κ. Σηµίτη ή του Κ. Καραµανλή. ∆ιδασκόµενος από τα λάθη και τις δυσχέρειες και της δικής του θητείας, αλλά έχοντας µελετήσει µε βάθος ψυχής και αντίληψης την Ιστορία, τη νεότερη και την παλαιότερη, δείχνει αποφασισµένος να υπερβεί τις εµπλοκές και την κακοδαιµονία του «failed state» ενός συνόλου παραδόπιστων ιδιωτών και να συγκροτήσει, υπό τις εντολές και το πείσµα του, ένα νέο κράτος. Οι Ελληνες, από την πλευρά τους, δείχνουν εµπιστοσύνη στις δυνάµεις και την πεποίθησή του, υποστηρίζοντας τον κυβερνητισµό του.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, δεν διαθέτει εθνική αστική τάξη για να στηρίξει τις προσδοκίες του ο µέσος άνθρωπος ότι µπορεί να υπάρξει µετεξέλιξη, ουσιαστική και δοµική, της καθηµερινότητας και της µοίρας του. ∆εν υπάρχουν αξιόλογα µοντέλα και κοινωνικά πρότυπα µε εσωτερικό πολιτισµό, αισθητική και ενσυναίσθηση καθήκοντος. Το «πέρασµα» σε µια νέα εποχή και έναν νέο ελληνικό πολιτισµό προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια και συναντίληψη. Πειθαρχία και ατοµική και οικογενειακή ευθύνη. Πολιτική σταθερότητα και επίµονη αλληλεγγύη. Υποµονή και µεθοδικότητα. Κρίσιµες αποφάσεις. Η Ελλάδα έχει πρωθυπουργό. Εχει κυβέρνηση. Εχει, όµως, και βάθος παρακµής. Αποδοχή αυτοταπείνωσης, αποτέλεσµα του ρουσφετιού, της αναξιοκρατίας, της προδοσίας των προσδοκιών, του κοµµατισµού, της κυριαρχίας των «κοτζαµπάσηδων της αρπαχτής». Η Ελλάδα δεν έχει πλέον αξιοπρέπεια, όραµα, αισθητική, πεποίθηση προόδου, κοινωνικό εθελοντισµό. ∆εν έχει «αξιωµατικούς» του καθήκοντος, του ρόλου, της αποστολής. ∆εν έχει σε επάρκεια «ανθρώπους του κράτους». Είναι ταυτόχρονα λαϊκίστικη και θύµα του λαϊκισµού. Οι Ελληνες συνήθισαν να αντιµετωπίζουν τον εκσυγχρονισµό και την εξέλιξη ως «απειλή». ∆εν φταίνε αυτοί, αλλά οι αυτοχαρακτηριζόµενοι εκσυγχρονιστές, που κινήθηκαν πάντα τιµωρητικά, υπεροπτικά, επιτιµητικά. Κάτι σαν «ξένος στρατός κατοχής». Εκείνο που πρέπει να αποδεχθεί ο πρωθυπουργός είναι ότι αυτό που θέλει να πετύχει αποτελεί έναν νέο «βενιζελισµό» της πρώτης περιόδου.
Θα χρειασθεί µια αστική πρωτοπορία τύπου Μεσοπολέµου, µε το πλεονέκτηµα ότι δεν κινδυνεύουµε από εθνικό διχασµό. Αλλά δεν υπάρχει κράτος για να εκσυγχρονισθεί. Ολα έχουν «σαπίσει» µέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια. Χρειαζόµαστε ένα νέο κράτος, µια νέα κοινωνική ευθύνη, µια νέα ηθική ρόλων, που θα εγγυηθούν το µέλλον. Εχει, όµως, πλεονέκτηµα. Οι πολίτες τον ακολουθούν και ο εαυτός του δεν θα του επιτρέψει να ηττηθεί από τις εµπλοκές και τις δυσχέρειες.
Ο στόχος τελικά, κ. πρωθυπουργέ, είναι αυτοσκοπός…
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 12/8