Τα οικονοµικά και εκδοτικά συµφέροντα στην Ελλάδα δεν συνάδουν µε εκείνα των δεκαετιών του 1990 και 2000. ∆εν λογίζονται δηλαδή ως µια κάστα εργολάβων και κρατικών προµηθευτών που αγοράζουν και διαχειρίζονται µίντια προκειµένου να πιέζουν τις κυβερνήσεις για την ανάληψη δηµόσιων έργων ή στρατηγικών προµηθειών από το ελληνικό ∆ηµόσιο. Υπό την έννοια αυτή δεν µπορούµε σήµερα να µιλάµε για «διαπλοκή» όπως κάποτε. Κρίσιµος παράγοντας σε αυτή τη µετεξέλιξη είναι η σηµαντική παρουσία των εφοπλιστών στην ελληνική οικονοµική ζωή, τα κεντρικά συµφέροντα των οποίων παραµένουν στη θάλασσα και τη διεθνή οικονοµία και όχι εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Ρόλο εξάλλου έχει η διεθνοποίηση των ελληνικών οµίλων και των τραπεζών µετά τη δεκαετία των µνηµονίων. Ξένοι όµιλοι συµφερόντων, πολυµετοχικής ιδιοκτησίας, εµπλέκονται στην επιχειρηµατική και οικονοµική ζωή της Ελλάδας και συµπράττουν µε ελληνικούς οµίλους κατασκευών ή ενέργειας, πέραν των τραπεζών.

Το ζητούµενο έτσι σήµερα δεν είναι άλλο από τις κυβερνήσεις, µε αιχµή τη µεταρρυθµιστική και την πρώτη ουσιαστικά µεταµνηµονιακή διακυβέρνηση Μητσοτάκη παρά να εµπεδωθούν «καθαροί κανόνες» στο επιχειρηµατικό παιχνίδι και να υπάρξει τελική και µόνιµη εκκαθάριση της εποχής και των εθίµων της παλαιάς διαπλοκής οικονοµικών και πολιτικών συµφερόντων. Τουτέστιν η τελική πάταξη της δοµικής διαφθοράς και των αθέµιτων πρακτικών µεταξύ µεσαζόντων, επιχειρηµατικών οµίλων και κυβερνητικών παραγόντων.

∆εν είναι τυχαίο ότι στην παρούσα συγκυρία στη χώρα µας πολύ πιο επίκαιρη είναι η συζήτηση για το πρόβληµα των εναρµονισµένων πρακτικών διαφορετικών οµίλων, τα καρτέλ δηλαδή, παρά για τις σχέσεις εξάρτησης πολιτικής εξουσίας και οικονοµικών παραγόντων.

Αναζητώντας τον «µίτο της Αριάδνης» στο πολιτικό και παρασκηνιακό παίγνιο µε την επιχείρηση αποσταθεροποίησης Μητσοτάκη και κυβέρνησης της Νέας ∆ηµοκρατίας, το ζητούµενο δεν µπορεί να είναι η ανατροπή της, αφού δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική που θα µπορούσε να αναλάβει είτε την πρωθυπουργία είτε τη διακυβέρνηση. Στόχος είναι o περιορισµός -το «κούρεµα»- της ισχύος της µε τη διενέργεια έκτακτων εκλογών, σε συνθήκες πλήρους ή σχετικής αµφισβήτησης της αξιοπιστίας του θεσµικού πλαισίου της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας. Το µυστικό δεν βρίσκεται στην πρόταση δυσπιστίας από τον επισπεύδοντα -δοθείσης ευκαιρίας από ένα δηµοσίευµα κυριακάτικης εφηµερίδας- Ανδρουλάκη να βρεθεί στην εµπροσθοφυλακή της αντιπολίτευσης, µε εξασφαλισµένη δηµοσιότητα από κύρια εκδοτικά γκρουπ, πολιτικός τακτικισµός δηλαδή, αλλά στις δηλώσεις που προέκυψαν από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Και ποιο είναι το µήνυµα που έστειλε από το στρατόπεδο της Θήβας ο Στ. Κασσελάκης; «Καλώ τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί ήρεµα και µε στοιχειώδη αξιοπρέπεια». Και τι να γίνει; ∆ιπλές εκλογές τον Ιούνιο. Ευρωπαϊκές και εθνικές, µε καθεστώς διεθνών παρατηρητών. Προφανώς γιατί η Ελλάδα δεν µπορεί να εγγυηθεί ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, 50 χρόνια µετά τη Μεταπολίτευση.

Και όλα αυτά γιατί; Επιχειρούν οι εξωθεσµικοί κύκλοι που στηρίζουν την προοπτική Κασσελάκη να αλλάξουν τον συσχετισµό στο πολιτικό σκηνικό και να επαναφέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε κλίµα ακραίας πόλωσης πάνω από το όριο του 20%, συµπιέζοντας τη Νέα ∆ηµοκρατία από το 41% στο 35%-36%, µε τρίτο κόµµα το ΠΑΣΟΚ στο 13%-15%, ενώ ο χρόνος µέχρι τις επόµενες εθνικές εκλογές θα αυξηθεί σε τετραετία χωρίς εκλογές στο ενδιάµεσο. Επιθυµούν έναν Μητσοτάκη πιο αδύναµο και µια Νέα ∆ηµοκρατία µε 151-153 έδρες στο Κοινοβούλιο.

Εφόσον µάλιστα χρειάζεται αυξηµένες πλειοψηφίες για να υπάρχει σταθερότητα, να βασίζεται ή να οµνύει στην Ελληνική Λύση του κ. Βελόπουλου. Το ζητούµενο δεν είναι άλλο από το να µην έχει τον απόλυτο έλεγχο, µε την ψήφο των πολιτών, ο πρωθυπουργός στις στρατηγικές αποφάσεις και ρυθµίσεις για τη χώρα. Το πιο ωραίο. Το δηµοσίευµα-καταλύτης δεν έχει σχέση µε την οµάδα που τρέχει την «ελεγχόµενη αποσταθεροποίηση». Είναι αυτό που λέµε, από αλλού…

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή