Πριν από δέκα ημέρες στο ισπανικό Κοινοβούλιο συζητήθηκε άλλη μια πρόταση μομφής που είχε καταθέσει το ακροδεξιό κόμμα Vox, που αριθμεί 52 βουλευτές, κατά της κυβέρνησης μειοψηφίας Σοσιαλιστών και Podemos.

Η πρόταση καταψηφίστηκε. Όχι μόνο χάρη στις ψήφους των κυβερνητικών κομμάτων και των συμμάχων τους, αλλά και χάρη στην αποχή του Λαϊκού Κόμματος, του οποίου ο ηγέτης, Αλμπέρτο Νούνιες Φέιχο, δεν έλαβε καν μέρος στη συζήτηση. Μπορούμε να φανταστούμε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα; Μπορούμε να φανταστούμε, για παράδειγμα, τον κ. Τσίπρα να μη λαμβάνει μέρος σε μια τέτοια συζήτηση προκειμένου να κατακεραυνώσει την κυβέρνηση; Θα έχανε την ευκαιρία; Κι ας γνώριζε πως έτσι ρίχνει νερό στον μύλο των ακραίων. Στην Ισπανία το Λαϊκό Κόμμα και ο αρχηγός του δεν δέχονται καν να λαμβάνουν μέρος σε τυχοδιωκτικές κινήσεις. Αν και θα είχαν κάθε λόγο, λαμβάνοντας υπόψη όσα είχαν προηγηθεί.

Γιατί είχαν προηγηθεί πολλά: ο πρωθυπουργός Ραχόι, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, κέρδισε τις εκλογές και τον Δεκέμβριο του 2015 και τον Ιούνιο του 2016. Αλλά ανετράπη μέσα στη Βουλή τον Ιούνιο του 2018. Στις εκλογές της 20ής Δεκεμβρίου 2015 το Λαϊκό Κόμμα είχε εκλέξει 123 βουλευτές, ενώ ο Σάντσεθ με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE) είχε αποσπάσει 90 έδρες και οι Podemos 69. Ο Ραχόι, πρωθυπουργός από το 2011, είχε καταφέρει να βγάλει από την κρίση την Ισπανία, την οδήγησε σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3,2%, μείωσε την ανεργία κατά 8 μονάδες -η μεγαλύτερη μείωση από το 1996-, μείωσε το έλλειμμα, οδήγησε σε μισθολογικές αυξήσεις, προχώρησε σε πρόωρη αποπληρωμή των δανείων της χώρας. Ήλθε πρώτος σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά πρωθυπουργός δεν κατάφερε να εκλεγεί. Δεν τα κατάφερε ούτε μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2016, παρά το γεγονός ότι είχε αυξήσει τις έδρες του σε 137!

Τον Οκτώβριο του 2016 οι Σοσιαλιστές ήραν το βέτο και αποφάσισαν αποχή από την ψηφοφορία στη Βουλή ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση. Έτσι, ο Ραχόι ορκίστηκε πρωθυπουργός χάρη στις ψήφους των Ciudadanos και την αποχή κάποιων σοσιαλιστών βουλευτών. Αλλά την 1η Ιουνίου 2018 ο Σάντσεθ κατέθεσε πρόταση μομφής, η οποία πέρασε με τις ψήφους των Σοσιαλιστών, των Podemos, των Βάσκων εθνικιστών και των αυτονομιστών Καταλανών.

Ο Σάντσεθ ορκίστηκε πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 2018 συνεργαζόμενος με τους Podemos, οι οποίοι τον έριξαν έναν μήνα αργότερα, όταν δεν ψήφισαν τον προϋπολογισμό. Ο προϋπολογισμός δεν ψηφίστηκε ούτε τον Φεβρουάριο του 2019, οπό- τε η κυβέρνηση ξανάπεσε. Μετά τις κάλπες του Απριλίου 2019, πάλι δεν εξασφαλίστηκε η δεδηλωμένη. Αφού πέρασε όλο το καλοκαίρι με τον Σάντσεθ να χαϊδολογά τους Podemos, η χώρα ξαναπήγε σε εκλογές τον Νοέμβριο 2019. Για να μην ξαναπέσει, ο Σάντσεθ υποχώρησε στα θέματα του προϋπολογισμού, τον οποίο όμως δεν ενέκρινε η ΕΕ. Οπότε η χώρα ξαναβρέθηκε και με κυβέρνηση μειοψηφίας και χωρίς προϋπολογισμό. Στις 8 Ιανουαρίου 2020 ο σοσιαλιστής Σάντσεθ ορκίστηκε και πάλι πρωθυπουργός.

Την προηγουμένη είχε κερδίσει για δύο ψήφους την απλή πλειοψηφία - υπέρ του ψήφισαν 167 βουλευτές, κατά 165 (η ισπανική Βουλή έχει 350 έδρες και οι Σάντσεθ και Ιγκλέσιας κατέχουν μόνο τις 155). Δηλαδή σχημάτισαν κυβέρνηση μειοψηφίας χωρίς να έχουν τη δεδηλωμένη. Τάζοντας τα πάντα στους πάντες και κυρίως στους Καταλανούς αποσχιστές, προκειμένου να εξασφαλίζουν την περιστασιακή υποστήριξη ή αποχή τους από τις ψηφοφορίες.

Από την πλευρά του, το Λαϊκό Κόμμα συνεχίζει στον δρόμο της ευθύνης. Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν δίσταζε να συναθροίζει τις ψήφους του με αυτές της Χρυσής Αυγής, πότε ζητώντας δημοψήφισμα για τη ΔΕΗ, πότε ψηφίζοντας μαζί στο γελοίο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Και κυρίως ρίχνοντας μαζί την κυβέρνηση Σαμαρά. Όσοι λοιπόν φέρνουν ως παράδειγμα συγκυβέρνησης αυτό της Ισπανίας, ας θυμούνται ότι η Ισπανία διαθέτει μεν κυβέρνηση μειοψηφίας, αλλά στην αντιπολίτευση βρίσκεται ένα υπεύθυνο κεντροδεξιό κόμμα.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ