ΕΙΝΑΙ προφανώς θεσμικά συμβατό και πολιτικά επιθυμητό ένα κόμμα να επιδιώκει την αυτοδυναμία. Και πράγματι οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις ήταν ο κανόνας στη μεταπολιτευτική ιστορία μας. Μία ματιά στο παρελθόν είναι χρήσιμη για να εξάγουμε συμπεράσματα για το σήμερα. Όπως είναι γνωστόν, έχει επανέλθει στο προσκήνιο το δίλημμα «απλή ή ενισχυμένη αναλογική;». Πριν απαντήσουμε, υπενθυμίζουμε ότι το εκλογικό σύστημα οφείλει να υπηρετεί δύο σκοπούς. Ο πρώτος είναι η αντιστοίχηση της λαϊκής ψήφου με τη σύνθεση του Κοινοβουλίου. Προφανώς, αυτός ο σκοπός υπηρετείται άριστα με την απλή αναλογική. Υπάρχει ωστόσο και ο δεύτερος σκοπός, που είναι το εκλογικό σύστημα να επιτρέπει τον σχηματισμό βιώσιμων κυβερνήσεων, δηλαδή να αποτρέπει την ακυβερνησία. Αυτός είναι ο λόγος που στη μεταπολιτευτική περίοδο κυριάρχησαν παραλλαγές της ενισχυμένης αναλογικής, προκειμένου ακριβώς να υπηρετούνται και οι δύο σκοποί.

Η ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ αναλογική παρήγαγε αυτοδύναμες κυβερνήσεις σε μία περίοδο που τα δύο μεγάλα κόμματα εξασφάλιζαν ποσοστά αρκετά πάνω από το 40% το εκάστοτε πρώτο και γύρω στο 40% ή λίγο πιο κάτω το εκάστοτε δεύτερο. Τα εκλογικά αποτελέσματα μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης όμως δείχνουν ότι ο νέος «δικομματισμός» (ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ) αδυνατεί να στα- θεροποιήσει εκλογικές επιδόσεις που είχε ο παλαιός (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ). Μόνη εξαίρεση στην καθοδική πορεία αποτέλεσε το εκλογικό ποσοστό της ΝΔ το 2019, αλλά -σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- το σημερινό ποσοστό της έχει υποστεί καθίζηση, ενώ και το ποσοστό της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται καθηλωμένο σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι επειδή στις δημοκρατίες είναι κανόνας η εναλλαγή στην εξουσία, η ξεκάθαρη μείωση του αθροίσματος των εκλογικών ποσοστών ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ καθιστά την αυτοδυναμία από κανόνα εξαίρεση και με ενισχυμένη αναλογική. Η τάση αυτή του εκλογικού σώματος ωθεί στον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας. Μόνο που το πολιτικό σύστημα δεν έχει τέτοια κουλτούρα. Για αυτό και οι δύο κυβερνήσεις συνεργασίας (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ) επί της ουσίας δεν λειτούργησαν ως κυβερνήσεις συνεργασίας όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη. Λειτούργησαν περισσότερο σαν αυτοδύναμες κυβερνήσεις με κάποια φέουδα στο εσωτερικό τους (τα υπουργεία που είχαν παραχωρηθεί στον μικρό κυ- βερνητικό εταίρο). Εκτός από την έλλειψη κουλτούρας για κυβερνήσεις συνεργασίας, το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι στο ελληνικό πολιτικό τοπίο σίγουρα το ΚΚΕ και μάλλον η Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25 αυτοεξαιρούνται από τις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό περιορίζει τους παίκτες στα τρία μεγαλύτερα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ), το οποίο με τη σειρά του μετατρέπει το ΠΑΣΟΚ σε απαραίτητο εταίρο, άρα και σε ρυθμιστή.

ΤΟ ΠΑΣΟΚ διακατέχεται από μία αντίφαση: η εμπειρία της συγκυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, η οποία αποδείχθηκε εκλογικά καταστροφική για τον μικρό εταίρο, καθιστά πολύ επιφυλακτικό τον Ανδρουλάκη να συμμετάσχει σε κυβέρνηση, ειδικά με τη ΝΔ. Από την άλλη πλευρά, εάν το ΠΑΣΟΚ αρνηθεί να συμπράξει, εκ των πραγμάτων θα εξωθήσει το εκλογικό σώμα προς τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, αφού θα έχει αποδειχθεί πως για να αποφευχθεί η ακυβερνησία είναι λύση μόνο η αυτοδυναμία. Με άλλα λόγια, θα συρρικνώσει εκλογικά τους «πράσινους». Κάπως έτσι, ο αρχηγός τους κατέληξε στον όρο ότι για να συμπράξει πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνεργασίας θα είναι τρίτο πρόσωπο και όχι ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος. Κρίθηκε πως με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση δεν θα είναι κυβέρνηση Μητσοτάκη ή Τσίπρα αλλά πραγματικά συμμαχική κυβέρνηση, η οποία θα λειτουργεί ως τέτοια, δηλαδή θα λειτουργεί το Υπουργικό Συμβούλιο ως όργανο λήψης αποφάσεων και όχι ως όργανο επικύρωσης αποφάσεων. Με αυτό τον τρόπο πιστεύει ο Ανδρουλάκης πως θα αποτραπεί η εκλογική συρρίκνωση του κόμματός του, ως μικρότερου εταίρου έπειτα από θητεία σε κυβέρνηση συνεργασίας.

Ο ΦΟΒΟΣ της εκλογικής συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ είναι πραγματικός, επειδή μέχρι τώρα τουλάχιστον οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν συγκροτήθηκαν στη βάση ενός κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο θα αποτελούσε μία αναλογική σύνθεση των προγραμμάτων των εταίρων. Συγκροτήθηκαν στη βάση ενός παζαριού για το μοίρασμα των υπουργείων. Για αυτό και οι διαπραγματεύσεις διαρκούσαν το πολύ μερικές ώρες, όχι δύο μήνες, όπως π.χ. συνέβη στη Γερμανία. Για αυτό και ο ψηφοφόρος σκεφτόταν ότι π.χ. «αν είναι να με κυβερνήσει η ΝΔ γιατί να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ, ας ψηφίσω κατευθείαν την ίδια»! Θα ήταν διαφορετική η στάση του εάν ήταν πεπεισμένος πως η κυβερνητική πολιτική θα καθοριζόταν πραγματικά από το κυβερνητικό πρόγραμμα που θα συμφωνούσαν οι κυβερνητικοί εταίροι. Γιατί τότε οι υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ θα είχαν λόγο να το ξαναψηφίσουν για να μπορεί να επηρεάζει ακόμα περισσότερο την κυβερνητική πολιτική.

ΕΑΝ η ΝΔ έλθει πρώτο κόμμα, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ο Μητσοτάκης είναι θεμιτό να θέλει να είναι πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Το ότι είναι θεμιτό, όμως, δεν σημαίνει πως είναι και θεσμικός κανόνας. Προκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα, το οποίο και θα κριθεί πολιτικά με βάση τις εναλλακτικές λύσεις που έχει η κάθε πλευρά. Το μειονέκτημα του σημερινού πρωθυπουργού είναι πως δεν έχει εναλλακτικό εταίρο για να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού και ο ίδιος έχει αποκλείσει την Ελληνική Λύση και από ό,τι φαίνεται και ο Βελόπουλος δεν θέλει να μπει σε έναν τέτοιο δρόμο. Αυτός είναι ο λόγος που για τον Μητσοτάκη έχει καταστεί μονόδρομος η αυτοδυναμία. Και επειδή ούτε στις εκλογές με ενισχυμένη αναλογική φαίνεται πως η αυτοδυναμία είναι εφικτή, στο τραπέζι έχει πέσει και η απειλή (προς το ΠΑΣΟΚ) για τρίτες εκλογές, οι οποίες, αν γίνουν, θα γίνουν τον Αύγουστο, στην καρδιά της τουριστικής περιόδου, με όλες τις παρενέργειες που αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία.

* Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή