Σε 25 περίπου ημέρες θα πραγματοποιηθούν οι πιο κρίσιμες ίσως εκλογές στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Θα κριθεί η παραμονή του Ερντογάν στην εξουσία.

Αν και υπάρχει ερώτημα για το ανόθευτο των εκλογών, το θέμα του σημερινού σημειώματος είναι άλλο. Αφορά τις μεσομακροπρόθεσμες σχέσεις Τουρκίας - Δύσης. Για τους γνωστούς λόγους, οι σχέσεις αυτές είναι ταραγμένες. Το εάν θα εκλεγεί ο Ερντογάν ή ο Κιλιτσντάρογλου θα τις επηρεάσει, αλλά δεν γίνεται αντιληπτό ότι η Τουρκία έχει σε σημαντικό βαθμό απομακρυνθεί από τη Δύση, έστω κι αν θεσμικά παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ. Οι Αμερικανοί θεωρούν την εποχή Ερντογάν μία μεγάλη παρένθεση, πως όταν αυτός φύγει από την εξουσία, η Τουρκία θα επιστρέψει στο «δυτικό μαντρί». Γι’ αυτό η Ουάσινγκτον έχει αποφύγει να τραβήξει το σκοινί και ανέχεται την επιθετική ρητορική και τις πράξεις του Ερντογάν. Δεν κατανοούν ότι η διολίσθηση της Τουρκίας δεν είναι ιστορικό ατύχημα. Η βαθύτερη ροπή του νεοοθωμανισμού την ωθεί προς την Ασία. Η μετεξέλιξη του κυβερνώντος ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) στο αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν υπαγορεύθηκε ουσιαστικά από αυτή τη βαθύτερη ροπή. Αν και ο νεοοθωμανισμός συνιστά τομή σε σχέση με το μετακεμαλικό καθεστώς, ταυτοχρόνως αποτελεί και συνέχειά του. Κοινός παρονομαστής είναι ο δεσποτικός χαρακτήρας του κράτους.

Η «βαθιά Τουρκία» αποδέχθηκε τον κεμαλισμό, αλλά δεν μεταλλάχθηκε. Η αντίφαση αυτή παρήγαγε ένα ορατό πολιτισμικό-κοινωνικό χάσμα: από τη μία πλευρά η δυτικότροπη μειονότητα κι από την άλλη η συντηρητική, θρησκευόμενη, οθωμανίζουσα πλειονότητα με εγγενές αντιδυτικό πολιτισμικό πρόσημο. Από αυτό ακριβώς το χάσμα ξεπήδησε το νεοοθωμανικό AKP, το οποίο μέσα από την κρίση του 2000-2002 κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τη «βαθιά Τουρκία» εξέφρασαν πολιτικά οι νεοοθωμανοί κι αυτή τους εξασφάλισε τις αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες τούς.

Κι όταν, βεβαίως, κέρδισαν τον άτυπο εσωτερικό πόλεμο εναντίον της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και κατέλυσαν το μετακεμαλικό καθεστώς, ο Ερντογάν επανέλαβε το ίδιο δεσποτικό πρότυπο: μετατράπηκε σε νεοσουλτάνο. Ειδικά, μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις στο ευρύτερο κράτος, μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα του 2016, έχει διαμορφώσει δικό του καθεστώς. Μπορεί το ιδεολογικό πρόσημο και η μορφή να διαφέρουν πολύ, αλλά όσον αφορά την ατίληψη για την εξουσία. Ο Κεμάλ ήταν συνέχεια των σουλτάνων και ο Ερντογάν δική του συνέχεια.

Προφανώς, όταν φύγει από το προσκήνιο πολλά θα αλλάξουν. Η ιδεολογική-πολιτική παρακαταθήκη του, όμως, θα παραμείνει. Το όραμα του νεοσουλτάνου να μετατρέψει την Τουρκία σε αυτόνομη από το «δυτικό μαντρί» περιφερειακή μεγάλη δύναμη μπορεί να έχει «τρύπες», αλλά σε σημαντικό βαθμό έχει δημιουργήσει ένα τετελεσμένο, το οποίο στηρίζεται κοινωνικά στη «βαθιά Τουρκία». Καταλύοντας το μετακεμαλικό καθεστώς, ο νεοοθωμανισμός την έφερε στην πολιτική επιφάνεια κι αυτή είναι αδύνατον να επιστρέψει εκεί που την είχε θέσει ο Κεμάλ.

Καλλιεργώντας συστηματικά τα παραδοσιακά ιδεολογικά στερεότυπα, ο Ερντογάν έχει μετατοπίσει το κέντρο βάρους και μάλιστα χωρίς επιστροφή. Με άλλα λόγια, ακόμα και να κερδίσει ο Κιλιτσντάρογλου τις επερχόμενες εκλογές, η Τουρκία μπορεί να αναθερμάνει κάπως τις σχέσεις με τη Δύση, αλλά δεν πρόκειται να επιστρέψει εκεί που ήταν το 2002. Είναι αυτό το οποίο αδυνατούν να κατανοήσουν οι Αμερικανοί.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 19/4