Για μία ακόμα φορά αποδείχθηκε ότι ο τρόπος που η Δύση διαβάζει την Ανατολή είναι στρεβλός.

Πρόκειται για το φαινόμενο του «οριενταλισμού», το οποίο επιβεβαιώνεται σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Αυτή τη φορά ήταν οι εκλογές στην Τουρκία. Οι Αμερικανοί ήλπιζαν να ξεφορτωθούν τον ενοχλητικό Ερντογάν μέσω της κάλπης, αλλά αυτός δεν τους έκανε το χατίρι. Παρά την οξύτατη οικονομική κρίση, παρά τους πολύνεκρους καταστροφικούς σεισμούς, ο Τούρκος πρόεδρος θα παραμείνει στην εξουσία για μία ακόμα πενταετία, θέτοντας στην Ουάσινγκτον ένα επώδυνο δίλημμα και προκαλώντας στην αντιπολίτευση υπαρξιακή κρίση. Η έννοια-κλειδί για να ερμηνευτεί το εκλογικό αποτέλεσμα είναι η «βαθιά Τουρκία».

Στην Τουρκία υπάρχουν τρεις Τουρκίες: Η πρώτη είναι η οθωμανίζουσα, θρησκευόμενη, συντηρητική και πολιτισμικά αντιδυτική «βαθιά Τουρκία», στην οποία ανήκει η πλειονότητα του πληθυσμού. Φάνηκε στον εκλογικό χάρτη να καλύπτει όλη την Κεντρική Τουρκία. Η δεύτερη είναι η δυτικότροπη κοσμική Τουρκία, η οποία είναι μεγάλη μειονότητα του πληθυσμού και κυριαρχεί στα δυτικά παράλια και σε μεγάλες πόλεις. Αποτελείται κυρίως από κεμαλικούς και Αλεβίτες. Τέλος, η τρίτη Τουρκία είναι η κουρδική, η οποία επίσης είναι μεγάλη μειονότητα. Το γεγονός ότι στην Ανατολική Τουρκία επικράτησε εκλογικά ο Κιλιτσντάρογλου οφείλεται αποκλειστικά στις κουρδικές ψήφους. Εάν δεν είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητά του το κουρδικό κόμμα HDP στο Ντιγιαρμπακίρ, ο Κιλιτσντάρογλου θα έπαιρνε 10%-15% και όχι 70% που πήρε.

Η πολιτική ταύτιση της «βαθιάς Τουρκίας» με τον Ερντογάν αποδείχθηκε εξαιρετικά υψηλή, αφού δεν διαβρώθηκε σημαντικά από την οικονομική κρίση και τους σεισμούς. Είναι αλήθεια ότι ο νεοοθωμανός ηγέτης, στα 21 σχεδόν χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι, έχει αλλάξει ριζικά την Τουρκία. Έχει πραγματοποιηθεί μια ειρηνική επανάσταση πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Χρειάστηκε μια δεκαετία άτυπου εσωτερικού πολέμου (2002-2012) για να ξεδοντιάσει το κεμαλικό βαθύ κράτος, το οποίο κυριαρχούσε στον τουρκικό δημόσιο βίο. Κύριο όπλο του οι αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες, οι οποίες κατέστησαν δυνατές, επειδή ο Ερντογάν έβγαλε από το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο τη «βαθιά Τουρκία», η οποία για πρώτη φορά είδε άσπρη μέρα.

Το κατάφερε, όχι μόνο επειδή ήταν ο ιδεολογικός-πολιτικός προσανατολισμός του, αλλά και επειδή στη δεκαετία 2002-2012 είχε με τη βοήθεια κυρίως δυτικών επενδύσεων επιτύχει μια αλματώδη οικονομική άνοδο. Η Δύση, εξάλλου, ήταν ενθουσιασμένη και υποστήριζε έντονα τον «ισλαμοδημοκράτη» Ερντογάν, όπως τον αποκαλούσαν τότε. Μόνο όταν κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο και ξεδόντιασε το κεμαλικό βαθύ κράτος, ο Ερντογάν ξεδίπλωσε την πραγματική πολιτική ατζέντα του, αιφνιδιάζοντας τους Δυτικούς. Μόνο που τότε ήταν αργά. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, μάλιστα, του έδωσε το πρόσχημα να εκκαθαρίσει όλα τα δυτικά δίκτυα επιρροής στο κράτος.

Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου δεν αφήνει αμφιβολία για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος, ακόμα και αν ο τρίτος υποψήφιος στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου, κάτι που δεν έχει διαφανεί. Το ποσοστό του Ερντογάν σχεδόν άγγιξε το 50% και επιπροσθέτως η συμμαχία του νεοοθωμανικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης του Μπαχτσελί κέρδισε άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, δημιουργώντας πολιτικό τετελεσμένο. Εάν εκλεγόταν ο Κιλιτσντάρογλου, θα προέκυπτε ένας δυϊσμός εξουσίας που αναπόφευκτα θα προκαλούσε πολιτική κρίση.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 17/5