Ο κίνδυνος της εκλογικής αποσυσπείρωσης της ΝΔ
Η τετραετία 2019-23 ήταν μία πολιτικά δύσκολη αλλά ταυτοχρόνως και εύκολη τετραετία.
Έξι μήνες ήταν μόλις ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρωθυπουργική καρέκλα όταν ξέσπασε η πανδημία, η οποία έφερε τα πάνω κάτω στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Ήταν μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία, όπως κάθε τέτοια, προκάλεσε μία συσπείρωση της κοινωνίας γύρω από την κυβέρνηση. Το «καλό» μέσα σε αυτό το «κακό» ήταν ότι η Ευρωζώνη όχι μόνο χαλάρωσε, αλλά ουσιαστικά κατήργησε για την περίοδο της κρίσης τους δημοσιονομικούς περιορισμούς γενικά και ειδικά στην προβληματική από αυτή την άποψη Ελλάδα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να επιδοθεί σε μία γενναιόδωρη επιδοματική πολιτική με σκοπό να κρατήσει ζωντανές τις επιχειρήσεις, οι οποίες πλήττονταν περισσότερο ή λιγότερο από την πανδημία, κυρίως από το καθεστώς των lockdowns.
Η δημοσιονομική χαλαρότητα συνεχίσθηκε σε επίπεδο Ευρωζώνης και όταν η πανδημία υποχώρησε, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης που προέκυψε και η οποία παροξύνθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν τυχερή, αφού είχε το περιθώριο να μοιράσει χρήμα, χωρίς να παραβιάζει κοινοτικούς κανόνες. Υπολογίζεται πως σε ολόκληρη την τετραετία 2019-23 μοίρασε περίπου 50 δισ. ευρώ, ένα κολοσσιαίο ποσό για τα μέτρα της ελληνικής οικονομίας. Και στην πολιτική ιστορία είναι γνωστό ότι όποια κυβέρνηση μοιράζει χρήμα το βρίσκει στις κάλπες. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη είναι κάτι που αναμένεται να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση, κατά πάσα πιθανότητα επίσης με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μέχρι τότε, όμως, έχει ο Θεός! Είναι κανόνας σχεδόν χωρίς εξαίρεση ότι οι πολιτικοί κοιτάζουν το σήμερα, άντε και το αύριο, όχι το μεθαύριο. Ως εκ τούτου, οι δημοσιονομικές δυσκολίες που αναπόφευκτα θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον χαλάει τον ύπνο του αρχηγού της.
Προς το παρόν η προσοχή του είναι εστιασμένη στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θριάμβευσε στις 21 Μαΐου, επειδή έθεσε στο εκλογικό σώμα ένα ξεκάθαρο δίλημμα: πολιτική σταθερότητα ή αστάθεια; Ο ίδιος μάλιστα ταύτισε την πολιτική σταθερότητα με την καθαρή νίκη της ΝΔ ώστε στις δεύτερες εκλογές να μπορέσει να κερδίσει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Και βεβαίως, ταύτισε την πολιτική αστάθεια με την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από την πλευρά του έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει το επιχείρημα του αντιπάλου του. Η εναλλακτική λύση στην αυτοδυναμία που ζητούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν η «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας» που πρότεινε ο Αλέξης Τσίπρας. Αλλά κι αυτό το μήνυμά του ήταν αρκούντως θολό. Αρχικά, επειδή ο υποψήφιος εταίρος για μία τέτοια κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, απέφευγε επιμελώς να δεσμευτεί σε μία τέτοια προοπτική. Το μόνο που έλεγε ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν ότι το κόμμα του δεν θα συμμετείχε σε κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον Αλέξη Τσίπρα.
Με άλλα λόγια, η πρόταση της Κουμουνδούρου για τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν στον αέρα. Και επειδή, μάλιστα, της ετίθεντο διάφορες πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε σειρά αυτογκόλ, τα οποία αποδόμησαν και την περιορισμένη αξιοπιστία της πρότασής του. Είπε ότι είναι αντίθετος σε «κυβέρνηση ηττημένων», εννοώντας πως ενδιαφέρεται για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ μόνο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα. Περιττό να σημειωθεί ότι στον κοινοβουλευτισμό αυτό που έχει σημασία είναι εάν ένας συνασπισμός κομμάτων έχει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 150+ εδρών, όχι εάν συμπεριλαμβάνει το πρώτο κόμμα. Μετά ο Αλέξης Τσίπρας σερβίρισε το πιάτο «κυβέρνηση ανοχής», δείχνοντας προς την πλευρά του ΜέΡΑ25 και του ΚΚΕ. Όπως ήταν αναμενόμενο από όλους όσους παρακολουθούν την ελληνική πολιτική σκηνή, τόσο ο Περισσός όσο και ο Βαρουφάκης «άδειασαν» τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται ούτε να συμμετάσχουν σε «προοδευτική κυβέρνηση» ούτε να δώσουν ψήφο ανοχής. Στην πραγματικότητα, η Κουμουνδούρου έβαλε ένα ακόμα αυτογκόλ, διαβρώνοντας ακόμα περισσότερο την έτσι κι αλλιώς τραυματισμένη πολιτική αξιοπιστία της.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, υπενθυμίζοντας και τα άλλα αυτογκόλ του ΣΥΡΙΖΑ, με τελευταίο και κορυφαίο τη δήλωση του Γιώργου Κατρούγκαλου, η οποία έστειλε μαζικά στη ΝΔ εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν έχει όμως πλέον πολύ νόημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι θριαμβευτής, αλλά μην έχοντας αυτοδύναμη πλειοψηφία είναι υποχρεωμένος να τη διεκδικήσει στις 25 Ιουνίου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι με τον αέρα του 41% η κατάκτηση της αυτοδυναμίας θα είναι περίπατος. Προφανώς έχουν στο μυαλό τους ότι ο θρίαμβος της 21ης Μαΐου θα τροφοδοτήσει το ρεύμα νίκης της ΝΔ, προσελκύοντας και ψηφοφόρους οι οποίοι αμφιταλαντεύονταν. Μπορεί να έχουν δίκιο. Υπάρχει ωστόσο και μία άλλη ανάγνωση. Ο παράγοντας που έστειλε μαζικά στην αγκαλιά της ΝΔ κεντρώους ψηφοφόρους ήταν ο φόβος τους για επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία από κοινού με το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί αυτό το σενάριο να ήταν μειοψηφικό, αλλά ήταν στο τραπέζι.
ΤΩΡΑ πλέον ο αντίπαλος ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαερωθεί. Και χωρίς «εχθρό» δεν υπάρχει συσπείρωση, μας διδάσκει η Ιστορία. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι ο φόβος για τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική αστάθεια αντικαθίσταται από τον φόβο της μονοκρατορίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πιθανότατα, λοιπόν, κεντρώοι ψηφοφόροι θα επιλέξουν να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ για να υπάρχει αντιπολίτευση. Επιπροσθέτως, παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι, που φοβούνται την πλήρη «μητσοτακοποίηση» της ΝΔ, ίσως επιλέξουν ή να μην πάνε στις κάλπες ή και να ψηφίσουν χαλαρά κάτι άλλο. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος της εκλογικής αποσυσπείρωσης της ΝΔ είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι θα αμφισβητηθεί η κυριαρχία της. Σημαίνει όμως ότι ενδεχομένως να κινδυνεύσει να μην αγγίξει την αυτοδυναμία, εάν εισέλθουν τελικώς στη Βουλή τα τρία κόμματα που πλησίασαν το όριο του 3%.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 28/5
Έξι μήνες ήταν μόλις ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρωθυπουργική καρέκλα όταν ξέσπασε η πανδημία, η οποία έφερε τα πάνω κάτω στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Ήταν μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η οποία, όπως κάθε τέτοια, προκάλεσε μία συσπείρωση της κοινωνίας γύρω από την κυβέρνηση. Το «καλό» μέσα σε αυτό το «κακό» ήταν ότι η Ευρωζώνη όχι μόνο χαλάρωσε, αλλά ουσιαστικά κατήργησε για την περίοδο της κρίσης τους δημοσιονομικούς περιορισμούς γενικά και ειδικά στην προβληματική από αυτή την άποψη Ελλάδα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να επιδοθεί σε μία γενναιόδωρη επιδοματική πολιτική με σκοπό να κρατήσει ζωντανές τις επιχειρήσεις, οι οποίες πλήττονταν περισσότερο ή λιγότερο από την πανδημία, κυρίως από το καθεστώς των lockdowns.
Η δημοσιονομική χαλαρότητα συνεχίσθηκε σε επίπεδο Ευρωζώνης και όταν η πανδημία υποχώρησε, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης που προέκυψε και η οποία παροξύνθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν τυχερή, αφού είχε το περιθώριο να μοιράσει χρήμα, χωρίς να παραβιάζει κοινοτικούς κανόνες. Υπολογίζεται πως σε ολόκληρη την τετραετία 2019-23 μοίρασε περίπου 50 δισ. ευρώ, ένα κολοσσιαίο ποσό για τα μέτρα της ελληνικής οικονομίας. Και στην πολιτική ιστορία είναι γνωστό ότι όποια κυβέρνηση μοιράζει χρήμα το βρίσκει στις κάλπες. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη είναι κάτι που αναμένεται να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση, κατά πάσα πιθανότητα επίσης με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μέχρι τότε, όμως, έχει ο Θεός! Είναι κανόνας σχεδόν χωρίς εξαίρεση ότι οι πολιτικοί κοιτάζουν το σήμερα, άντε και το αύριο, όχι το μεθαύριο. Ως εκ τούτου, οι δημοσιονομικές δυσκολίες που αναπόφευκτα θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είναι κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον χαλάει τον ύπνο του αρχηγού της.
Προς το παρόν η προσοχή του είναι εστιασμένη στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θριάμβευσε στις 21 Μαΐου, επειδή έθεσε στο εκλογικό σώμα ένα ξεκάθαρο δίλημμα: πολιτική σταθερότητα ή αστάθεια; Ο ίδιος μάλιστα ταύτισε την πολιτική σταθερότητα με την καθαρή νίκη της ΝΔ ώστε στις δεύτερες εκλογές να μπορέσει να κερδίσει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Και βεβαίως, ταύτισε την πολιτική αστάθεια με την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από την πλευρά του έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει το επιχείρημα του αντιπάλου του. Η εναλλακτική λύση στην αυτοδυναμία που ζητούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν η «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας» που πρότεινε ο Αλέξης Τσίπρας. Αλλά κι αυτό το μήνυμά του ήταν αρκούντως θολό. Αρχικά, επειδή ο υποψήφιος εταίρος για μία τέτοια κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ, απέφευγε επιμελώς να δεσμευτεί σε μία τέτοια προοπτική. Το μόνο που έλεγε ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν ότι το κόμμα του δεν θα συμμετείχε σε κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον Αλέξη Τσίπρα.
Με άλλα λόγια, η πρόταση της Κουμουνδούρου για τη διακυβέρνηση του τόπου ήταν στον αέρα. Και επειδή, μάλιστα, της ετίθεντο διάφορες πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε σειρά αυτογκόλ, τα οποία αποδόμησαν και την περιορισμένη αξιοπιστία της πρότασής του. Είπε ότι είναι αντίθετος σε «κυβέρνηση ηττημένων», εννοώντας πως ενδιαφέρεται για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ μόνο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα. Περιττό να σημειωθεί ότι στον κοινοβουλευτισμό αυτό που έχει σημασία είναι εάν ένας συνασπισμός κομμάτων έχει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 150+ εδρών, όχι εάν συμπεριλαμβάνει το πρώτο κόμμα. Μετά ο Αλέξης Τσίπρας σερβίρισε το πιάτο «κυβέρνηση ανοχής», δείχνοντας προς την πλευρά του ΜέΡΑ25 και του ΚΚΕ. Όπως ήταν αναμενόμενο από όλους όσους παρακολουθούν την ελληνική πολιτική σκηνή, τόσο ο Περισσός όσο και ο Βαρουφάκης «άδειασαν» τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται ούτε να συμμετάσχουν σε «προοδευτική κυβέρνηση» ούτε να δώσουν ψήφο ανοχής. Στην πραγματικότητα, η Κουμουνδούρου έβαλε ένα ακόμα αυτογκόλ, διαβρώνοντας ακόμα περισσότερο την έτσι κι αλλιώς τραυματισμένη πολιτική αξιοπιστία της.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, υπενθυμίζοντας και τα άλλα αυτογκόλ του ΣΥΡΙΖΑ, με τελευταίο και κορυφαίο τη δήλωση του Γιώργου Κατρούγκαλου, η οποία έστειλε μαζικά στη ΝΔ εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν έχει όμως πλέον πολύ νόημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι θριαμβευτής, αλλά μην έχοντας αυτοδύναμη πλειοψηφία είναι υποχρεωμένος να τη διεκδικήσει στις 25 Ιουνίου. Πολλοί ισχυρίζονται ότι με τον αέρα του 41% η κατάκτηση της αυτοδυναμίας θα είναι περίπατος. Προφανώς έχουν στο μυαλό τους ότι ο θρίαμβος της 21ης Μαΐου θα τροφοδοτήσει το ρεύμα νίκης της ΝΔ, προσελκύοντας και ψηφοφόρους οι οποίοι αμφιταλαντεύονταν. Μπορεί να έχουν δίκιο. Υπάρχει ωστόσο και μία άλλη ανάγνωση. Ο παράγοντας που έστειλε μαζικά στην αγκαλιά της ΝΔ κεντρώους ψηφοφόρους ήταν ο φόβος τους για επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία από κοινού με το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί αυτό το σενάριο να ήταν μειοψηφικό, αλλά ήταν στο τραπέζι.
ΤΩΡΑ πλέον ο αντίπαλος ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαερωθεί. Και χωρίς «εχθρό» δεν υπάρχει συσπείρωση, μας διδάσκει η Ιστορία. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Σημαίνει ότι ο φόβος για τον ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική αστάθεια αντικαθίσταται από τον φόβο της μονοκρατορίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Πιθανότατα, λοιπόν, κεντρώοι ψηφοφόροι θα επιλέξουν να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ για να υπάρχει αντιπολίτευση. Επιπροσθέτως, παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι, που φοβούνται την πλήρη «μητσοτακοποίηση» της ΝΔ, ίσως επιλέξουν ή να μην πάνε στις κάλπες ή και να ψηφίσουν χαλαρά κάτι άλλο. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος της εκλογικής αποσυσπείρωσης της ΝΔ είναι ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι θα αμφισβητηθεί η κυριαρχία της. Σημαίνει όμως ότι ενδεχομένως να κινδυνεύσει να μην αγγίξει την αυτοδυναμία, εάν εισέλθουν τελικώς στη Βουλή τα τρία κόμματα που πλησίασαν το όριο του 3%.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 28/5