Η αποστρατικοποίηση των νησιών και οι παγίδες
Με μεσολάβηση των Αμερικανών και των Γερμανών έχει στηθεί το σκηνικό μιας ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης
Η τουρκική άσκηση πίεσης για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου μετράει δεκαετίες, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθμιστεί σε αιχμή του τουρκικού διπλωματικού δόρατος.
Με τον πιο επίσημο τρόπο (με επιστολή στον ΟΗΕ) η Άγκυρα έχει δηλώσει ότι όσο δεν αποστρατιωτικοποιούνται τα μεγάλα νησιά (Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος και Δωδεκάνησα), η ίδια αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε αυτά. Είναι κοινός τόπος ότι με τη μεσολάβηση Αμερικανών και Γερμανών έχει στηθεί το σκηνικό μιας ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης. Το εναρκτήριο λάκτισμα θα δοθεί στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους στις αρχές Ιουλίου, στην αναμενόμενη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν, εάν, βεβαίως, οι κάλπες της 25ης Ιουνίου βγάλουν κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες πληροφορίες, η διαπραγμάτευση θα είναι διμερής και θα διεξαχθεί σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, με τους ηγέτες να παρεμβαίνουν, εάν προκύπτει αδιέξοδο. Με άλλα λόγια, έχει φύγει το ενδιάμεσο επίπεδο των άτυπων διερευνητικών επαφών, που ήταν το μέχρι πρότινος πλαίσιο ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Υπενθυμίζουμε πως μετά την κρίση στα Ίμια το 1996, η Ουάσινγκτον είχε ρίξει στο τραπέζι την πρόταση η Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αφήνοντας εκεί μόνο τις δυνάμεις που προβλέπουν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Από την πλευρά τους, οι Τούρκοι θα απέσυραν τη Στρατιά του Αιγαίου, μεταφέροντάς τη 100-150 χλμ. πιο ανατολικά στο εσωτερικό. Ο δε αποβατικός στόλος που ναυλοχεί στα παράλια απέναντι στα νησιά θα μετακινούνταν στην Αττάλεια.
Στην Αθήνα υπήρξαν τότε κύκλοι διατεθειμένοι να αποδεχθούν αυτή την πρόταση, αλλά η παγίδα ήταν πολύ προφανής για να περάσει. Σε περίπτωση κρίσης οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις και ο αποβατικός στόλος θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε ελάχιστες ημέρες, απέναντι από τα ελληνικά νησιά, ενώ ο επανεξοπλισμός τους θα απαιτούσε μήνες, εάν ποτέ καθίστατο εφικτός. Είναι σίγουρο δε πως η Άγκυρα θα χαρακτήριζε τον επανεξοπλισμό των νησιών casus belli, θέτοντας την Αθήνα αντιμέτωπη με ένα επώδυνο δίλημμα. Στην επικείμενη ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση, Αμερικανοί και Γερμανοί έχουν ρίξει στο τραπέζι και το δέλεαρ προς την Αθήνα της υπογραφής ενός Συμφώνου μη Επίθεσης, με σκοπό να διασκεδάσουν τις ελληνικές ανησυχίες.
Η ιδέα υπογραφής ενός τέτοιου Συμφώνου έχει πέσει στο τραπέζι από τη δεκαετία του 1970, αλλά ποτέ δεν καρποφόρησε, επειδή η Άγκυρα θέτει ως όρο για να υπογράψει να έχει πρώτα αποσπάσει όσα επιδιώκει. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται ανοικτά να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά, αφού κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κύμα αντιδράσεων. Γι’ αυτό και μεθοδεύει την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο και της αποστρατιωτικοποίησης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η ελληνική διπλωματία έχει ανακηρύξει εδώ και δεκαετίες τη Χάγη σε κλειδί για τη διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διένεξης.
Η Άγκυρα , λοιπόν, λέει ότι υπό όρους είναι διατεθειμένη να δεχθεί την παραπομπή στη Χάγη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα παραπεμφθούν όχι μόνο η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ αλλά και τα «παρεμπίπτοντα ζητήματα», δηλαδή η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και οι «γκρίζες ζώνες». Στόχος των Τούρκων είναι να εκμεταλλευθούν την ασθενή νομική θέση της Ελλάδας για το ζήτημα, προκειμένου να θέσουν τα νησιά σε καθεστώς ομηρίας και κατ’ επέκταση να μπορούν να εκβιάζουν την Αθήνα. Η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει ότι στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου μπορούν να υπάρχουν μόνο δυνάμεις από ντόπιους στρατεύσιμους. Η δε Συνθήκη των Παρισίων προβλέπει για τα Δωδεκάνησα την ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικής ασφάλειας, όχι στρατού. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν επιβληθεί, επειδή η Άγκυρα είχε υποστηρίξει ότι τα νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα ως βάση εισβολής στη Μικρά Ασία! Σήμερα ο ισχυρισμός αυτός δεν προβάλλεται ούτε από τους Τούρκους.
Η Αθήνα είχε σεβαστεί τις συνθήκες μέχρι το 1974. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τη δημιουργία της Στρατιάς του Αιγαίου (1975) και τη συγκρότηση μεγάλου αποβατικού στόλου απέναντι από τα νησιά, η Ελλάδα εξόπλισε τα νησιά για να μην είναι όμηροι της Άγκυρας. Νομικά στηρίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που υπερισχύει των συνθηκών και ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα. Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία που έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο τα θέματα κυριαρχίας και άμυνας.
Στη δεκαετία του 1990 η Ουάσινγκτον πίεζε τον τότε υπουργό Εξωτερικών Πάγκαλο να υπογράψει συνυποσχετικό για την παραπομπή στη Χάγη όλων των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και των «εδαφικών διαφορών» ή να αρχίσει συνολική διαπραγμάτευση με την Άγκυρα. Η πίεση που ασκεί σήμερα ο Ερντογάν για αποστρατιωτικοποίηση έχει σκοπό να επιτύχει τη «μερική αποστρατιωτικοποίηση». Ως τέτοια εννοούν τη σιωπηλή απόσυρση από τα νησιά των λεγόμενων επιθετικών όπλων, δηλαδή εκτοξευτών πυραύλων που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των μικρασιατικών ακτών. Οι Τούρκοι θέλουν πάση θυσία να αποτρέψουν τη μετατροπή των νησιών σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Η με αυτόν τον τρόπο δυνατότητα της Ελλάδας να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και σε περίπτωση σύρραξης να πλήξει με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη Δυτική Τουρκία, είναι ο δυνητικός εφιάλτης των Τούρκων στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμα κι αν κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ελληνικό νησί, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση από ό,τι σήμερα.
Ας σημειωθεί ότι Αμερικανοί και Γερμανοί προωθούν από το παρασκήνιο τη «μερική αποστρατιωτικοποίηση» των νησιών. Υπενθυμίζουμε τη δήλωση του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Πομπέο ότι «πρέπει να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διπλωματικά μέσα, όχι στρατιωτικά». Το νόημά της είναι αυτό που προαναφέραμε, δηλαδή η φόρμουλα που είχε πέσει στο τραπέζι τη δεκαετία του 1990.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 11/6
Με τον πιο επίσημο τρόπο (με επιστολή στον ΟΗΕ) η Άγκυρα έχει δηλώσει ότι όσο δεν αποστρατιωτικοποιούνται τα μεγάλα νησιά (Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος και Δωδεκάνησα), η ίδια αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε αυτά. Είναι κοινός τόπος ότι με τη μεσολάβηση Αμερικανών και Γερμανών έχει στηθεί το σκηνικό μιας ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης. Το εναρκτήριο λάκτισμα θα δοθεί στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους στις αρχές Ιουλίου, στην αναμενόμενη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν, εάν, βεβαίως, οι κάλπες της 25ης Ιουνίου βγάλουν κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες πληροφορίες, η διαπραγμάτευση θα είναι διμερής και θα διεξαχθεί σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, με τους ηγέτες να παρεμβαίνουν, εάν προκύπτει αδιέξοδο. Με άλλα λόγια, έχει φύγει το ενδιάμεσο επίπεδο των άτυπων διερευνητικών επαφών, που ήταν το μέχρι πρότινος πλαίσιο ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Υπενθυμίζουμε πως μετά την κρίση στα Ίμια το 1996, η Ουάσινγκτον είχε ρίξει στο τραπέζι την πρόταση η Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αφήνοντας εκεί μόνο τις δυνάμεις που προβλέπουν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Από την πλευρά τους, οι Τούρκοι θα απέσυραν τη Στρατιά του Αιγαίου, μεταφέροντάς τη 100-150 χλμ. πιο ανατολικά στο εσωτερικό. Ο δε αποβατικός στόλος που ναυλοχεί στα παράλια απέναντι στα νησιά θα μετακινούνταν στην Αττάλεια.
Στην Αθήνα υπήρξαν τότε κύκλοι διατεθειμένοι να αποδεχθούν αυτή την πρόταση, αλλά η παγίδα ήταν πολύ προφανής για να περάσει. Σε περίπτωση κρίσης οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις και ο αποβατικός στόλος θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε ελάχιστες ημέρες, απέναντι από τα ελληνικά νησιά, ενώ ο επανεξοπλισμός τους θα απαιτούσε μήνες, εάν ποτέ καθίστατο εφικτός. Είναι σίγουρο δε πως η Άγκυρα θα χαρακτήριζε τον επανεξοπλισμό των νησιών casus belli, θέτοντας την Αθήνα αντιμέτωπη με ένα επώδυνο δίλημμα. Στην επικείμενη ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση, Αμερικανοί και Γερμανοί έχουν ρίξει στο τραπέζι και το δέλεαρ προς την Αθήνα της υπογραφής ενός Συμφώνου μη Επίθεσης, με σκοπό να διασκεδάσουν τις ελληνικές ανησυχίες.
Η ιδέα υπογραφής ενός τέτοιου Συμφώνου έχει πέσει στο τραπέζι από τη δεκαετία του 1970, αλλά ποτέ δεν καρποφόρησε, επειδή η Άγκυρα θέτει ως όρο για να υπογράψει να έχει πρώτα αποσπάσει όσα επιδιώκει. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται ανοικτά να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά, αφού κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κύμα αντιδράσεων. Γι’ αυτό και μεθοδεύει την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο και της αποστρατιωτικοποίησης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η ελληνική διπλωματία έχει ανακηρύξει εδώ και δεκαετίες τη Χάγη σε κλειδί για τη διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διένεξης.
Η Άγκυρα , λοιπόν, λέει ότι υπό όρους είναι διατεθειμένη να δεχθεί την παραπομπή στη Χάγη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα παραπεμφθούν όχι μόνο η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ αλλά και τα «παρεμπίπτοντα ζητήματα», δηλαδή η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και οι «γκρίζες ζώνες». Στόχος των Τούρκων είναι να εκμεταλλευθούν την ασθενή νομική θέση της Ελλάδας για το ζήτημα, προκειμένου να θέσουν τα νησιά σε καθεστώς ομηρίας και κατ’ επέκταση να μπορούν να εκβιάζουν την Αθήνα. Η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει ότι στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου μπορούν να υπάρχουν μόνο δυνάμεις από ντόπιους στρατεύσιμους. Η δε Συνθήκη των Παρισίων προβλέπει για τα Δωδεκάνησα την ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικής ασφάλειας, όχι στρατού. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν επιβληθεί, επειδή η Άγκυρα είχε υποστηρίξει ότι τα νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα ως βάση εισβολής στη Μικρά Ασία! Σήμερα ο ισχυρισμός αυτός δεν προβάλλεται ούτε από τους Τούρκους.
Η Αθήνα είχε σεβαστεί τις συνθήκες μέχρι το 1974. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τη δημιουργία της Στρατιάς του Αιγαίου (1975) και τη συγκρότηση μεγάλου αποβατικού στόλου απέναντι από τα νησιά, η Ελλάδα εξόπλισε τα νησιά για να μην είναι όμηροι της Άγκυρας. Νομικά στηρίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που υπερισχύει των συνθηκών και ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα. Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία που έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο τα θέματα κυριαρχίας και άμυνας.
Στη δεκαετία του 1990 η Ουάσινγκτον πίεζε τον τότε υπουργό Εξωτερικών Πάγκαλο να υπογράψει συνυποσχετικό για την παραπομπή στη Χάγη όλων των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και των «εδαφικών διαφορών» ή να αρχίσει συνολική διαπραγμάτευση με την Άγκυρα. Η πίεση που ασκεί σήμερα ο Ερντογάν για αποστρατιωτικοποίηση έχει σκοπό να επιτύχει τη «μερική αποστρατιωτικοποίηση». Ως τέτοια εννοούν τη σιωπηλή απόσυρση από τα νησιά των λεγόμενων επιθετικών όπλων, δηλαδή εκτοξευτών πυραύλων που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των μικρασιατικών ακτών. Οι Τούρκοι θέλουν πάση θυσία να αποτρέψουν τη μετατροπή των νησιών σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Η με αυτόν τον τρόπο δυνατότητα της Ελλάδας να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και σε περίπτωση σύρραξης να πλήξει με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη Δυτική Τουρκία, είναι ο δυνητικός εφιάλτης των Τούρκων στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμα κι αν κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ελληνικό νησί, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση από ό,τι σήμερα.
Ας σημειωθεί ότι Αμερικανοί και Γερμανοί προωθούν από το παρασκήνιο τη «μερική αποστρατιωτικοποίηση» των νησιών. Υπενθυμίζουμε τη δήλωση του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Πομπέο ότι «πρέπει να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διπλωματικά μέσα, όχι στρατιωτικά». Το νόημά της είναι αυτό που προαναφέραμε, δηλαδή η φόρμουλα που είχε πέσει στο τραπέζι τη δεκαετία του 1990.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 11/6