ΟΙ εκλογές τελείωσαν, αναγορεύοντας τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη ηγεμονική δύναμη και μάλιστα χωρίς αντίπαλο.

Προφανώς αντιπολίτευση υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει το κόμμα που θα απειλεί να ανατρέψει την κυβέρνηση εάν αυτή παραπατήσει. Με άλλα λόγια, εάν δεν μεσολαβήσουν ανατροπές, οι οποίες προς το παρόν δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα, ο πρωθυπουργός θα παραμείνει στη θέση του για την επόμενη τετραετία. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως η νέα θητεία του θα είναι περίπατος. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας τυχερός πολιτικός. Διεκδίκησε την πρωθυπουργία όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα και ο Αλέξης Τσίπρας είχε χάσει την αρχική λάμψη του. Όπως τυχερός πολιτικός ήταν κι αυτός, όταν μερικά χρόνια πριν το αντιμνημονιακό κύμα τον είχε εκτοξεύσει από το πολιτικό περιθώριο στην κορυφή και στην εξουσία.

Στην πραγματικότητα , η εκλογική αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει το 2019. Κι αν αυτή δεν καταγράφηκε τότε στην κάλπη, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί αντιδεξιοί ψηφοφόροι, παρά την απογοήτευσή τους από την κυβέρνηση Τσίπρα, κυρίως λόγω της υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης, της Συμφωνίας των Πρεσπών και της στάσης του στο Μεταναστευτικό, ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ για να υπάρχει αντίπαλο δέος στην παντοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το θαύμα όμως δεν μπορούσε να επαναληφθεί και το 2023. Έτσι, είχαμε την εκλογική κατακρήμνιση που οδήγησε και στην παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας τυχερός πολιτικός. Αυτό δεν σημαίνει πως ρόλο έπαιξε μόνο η τύχη. Προφανώς έπαιξε ρόλο και ο τρόπος που πολιτεύθηκε. Αλλά ακόμα κι αν ένας πρωθυπουργός πολιτευθεί κατά το δυνατόν καλά, αλλά έχει την ατυχία να βρίσκεται στο τιμόνι σε δύσκολους καιρούς, όταν ο καιρός είναι  κόντρα, αναπόφευκτα το πληρώνει στην κάλπη. Κλασικά παραδείγματα οι Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς, οι οποίοι κλήθηκαν να διαχειριστούν τα Μνημόνια.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2019-23 ήταν πολιτικά και δύσκολη και εύκολη. Ναι μεν αντιμετώπισε την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, αλλά οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης κατά κανόνα συσπειρώνουν τον κορμό της κοινωνίας γύρω από την κυβέρνηση. Και βεβαίως το μεγάλο πλεονέκτημα εκείνης της κυβέρνησης ήταν ότι η Ευρωζώνη ουσιαστικά κατήργησε για την περίοδο της κρίσης τους δημοσιονομικούς περιορισμούς γενικά και ειδικά στη δημοσιονομικά προβληματική Ελλάδα, γεγονός που επέτρεψε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να ασκήσει γενναιόδωρη επιδοματική πολιτική. Από μία άποψη, το αστρονομικό ποσό των 52 δισ. που μοίρασε για να κρατήσει ζωντανή την οικονομία το βρήκε στις κάλπες. Από εδώ και πέρα, όμως, ισχύει το γνωστό ανέκδοτο «το διάλειμμα τελείωσε, τα κεφάλια μέσα…». Εφεξής η υπερχρεωμένη Ελλάδα θα αντιμετωπίσει ασφυκτικές πιέσεις για να λάβει μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας ώστε να έχει τα προβλεπόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως σε γενικές γραμμές ίσχυαν πριν από την πανδημία. Αυτή η προοπτική, ωστόσο, αφορούσε το μέλλον και ως εκ τούτου δεν απασχόλησε τους ψηφοφόρους.

Εφεξής όμως θα αφορά το παρόν. Όταν η μεγάλη πλειονότητα των νοικοκυριών δεν τα βγάζει πέρα ή τα βγάζει με πολλή δυσκολία, τα αναπόφευκτα νέα μέτρα λιτότητας θα ρίξουν πολλά από αυτά τα νοικοκυριά στον γκρεμό. Η ακρίβεια άλλωστε, που είναι πολύ υψηλότερη του επίσημου πληθωρισμού, ήδη κατατρώει τα ισχνά εισοδήματα. Με ποιον τρόπο, άραγε, θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη την κοινωνική αυτή πίεση, η οποία εκ των πραγμάτων θα κλιμακώνεται; Σε αυτό το ερώτημα δεν έχει δοθεί απάντηση…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 5/7