Η τελευταία Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τα είχε όλα: Ουκρανία, Τουρκία - Σουηδία και ελληνοτουρκικά. Αναμφισβήτητα, το κυρίαρχο ζήτημα στην ατζέντα ήταν ο πόλεμος, αφού η Ατλαντική Συμμαχία με το ένα πόδι συμμετέχει σ’ αυτόν.

Μπορεί επισήμως να μην υπάρχουν ΝΑΤΟϊκοί στρατιώτες στα ουκρανικά μέτωπα (υπολογίζεται πως υπάρχουν μερικές δεκάδες χιλιάδες, αλλά με την ιδιότητα του εθελοντή), αλλά χωρίς τη συνεχή γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια και την επίσης συνεχή ροή δυτικών οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών (επίσης παροχή εκπαίδευσης και πολύτιμων πληροφοριών), η Ουκρανία θα είχε προ πολλού καταρρεύσει και οικονομικά και στρατιωτικά. Ο Ζελένσκι πήγε στο Βίλνιους με την απαίτηση το ΝΑΤΟ να δεχθεί την Ουκρανία ως μέλος του και μάλιστα με διαδικασία fast track. Το αίτημά του, όπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκε και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εάν η Ουκρανία γινόταν μέλος της Συμμαχίας, η Δύση αυτομάτως θα βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία, ο οποίος αναπόφευκτα θα μετεξελισσόταν σε πυρηνικό.

Προφανώς, ο Ζελένσκι το γνωρίζει, αλλά στην απόγνωσή του να αποφύγει τη διαφαινόμενη ήττα προσπαθεί να εμπλέξει όσο γίνεται περισσότερο τη Δύση στη σύγκρουση με τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα είχε συνείδηση πως το αίτημά του θα απορριφθεί, αλλά το έθεσε στο τραπέζι για να πάρει όλα τα άλλα. Και βεβαίως δεν παρέλειψε να ασκήσει ηθικού τύπου πιέσεις στους Δυτικούς ηγέτες και μάλιστα με επιθετική ρητορική. Σε σημείο που ο Βρετανός υπουργός Άμυνας αγανάκτησε και δημοσίως υπενθύμισε στον Ουκρανό πρόεδρο ότι οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ δεν είναι Amazon για να παραγγέλνει ό,τι θέλει, προσθέτοντας ότι καλό θα ήταν να πει και ένα ευχαριστώ. Κι αυτά από το Λονδίνο, το οποίο είναι η πιο σκληρά αντιρωσική και φιλοουκρανική δυτική πρωτεύουσα.

Με τις ΗΠΑ να οδηγούν την κούρσα, το ΝΑΤΟ ανέλαβε και νέες δεσμεύσεις για παροχή και νέων οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Όπως έγινε γνωστό, οι Αμερικανοί αποφάσισαν να προμηθεύσουν τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις με τις απαγορευμένες από διεθνή συνθήκη βόμβες διασποράς, αλλά μέχρι στιγμής τουλάχιστον αποφεύγει να τις εξοπλίσει με πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς, επειδή γνωρίζει ότι το Κίεβο θα τους χρησιμοποιήσει για να πλήξει πόλεις της Ρωσίας, ενδεχομένως και την ίδια τη Μόσχα. Ακόμα και η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει συνείδηση πως μία τέτοια εξέλιξη θα υποχρέωνε τον Πούτιν να αντιδράσει με όλα τα μέσα, κάνοντας αυτό που μέχρι τώρα έχει αποφύγει: να καταστρέψει το Κίεβο και άλλες μεγάλες πόλεις, καθώς και όλες τις κρίσιμες υποδομές, χρησιμοποιώντας πιθανόν γι’ αυτό και τακτικά πυρηνικά όπλα. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η ουκρανική αντεπίθεση δεν αποδίδει καρπούς φέρνει την Ουάσινγκτον αντιμέτωπη με την προοπτική μιας ρωσικής νίκης, η οποία δεν θα είναι μόνο ήττα της Ουκρανίας, αλλά και συνολικά της Δύσης, τουλάχιστον στο πολιτικό επίπεδο. Και είναι ακριβώς αυτό που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αποφύγει, κάνοντας κάθε τόσο και ένα βήμα ακόμα, που εκ των πραγμάτων κλιμακώνει τη σύγκρουση.

Το γεγονός, ωστόσο, που σφράγισε τη Σύνοδο στο Βίλνιους ήταν το ζήτημα της Σουηδίας. Τελικώς, ο Ερντογάν είπε το «ναι», αν και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπαναχωρήσει (να μην εγκρίνει την ένταξη της Σουηδίας η τουρκική Εθνοσυνέλευση) εάν δεν πάρει όσα συμφωνήθηκαν. Επειδή γίνεται πολλή συζήτηση για το εάν ο «σουλτάνος» κατήγαγε διπλωματικό θρίαμβο, ή υποχρεώθηκε να βάλει την ουρά στα σκέλια, ας προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα.

Πρώτον, ο Ερντογάν απέσπασε μία ισχυρή δέσμευση από τον Μπάιντεν ότι θα εγκριθεί η σύμβαση για την αγορά από την Τουρκία νέων F-16 και παράλληλα η αναβάθμιση παλαιότερων τουρκικών F-16. Για να διευκολύνει, μάλιστα, τον Λευκό Οίκο, δήλωσε πως δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας! Η δήλωση έγινε για να παρακαμφθεί το εμπόδιο Μενέντεζ, αλλά προφανώς δεν υπάρχει εγγύηση πως αυτό δεν θα συμβεί. Το αντίθετο ισχύει. Η Τουρκία χρειάζεται τα F-16 κυρίως για να εξισορροπήσει το ελληνικό αεροπορικό πλεονέκτημα. Συμπερασματικά, είναι μάλλον απίθανο να μην πάρει η Άγκυρα τα μαχητικά. Δεύτερον, ο Ερντογάν απέσπασε πρωτοφανείς υποχωρήσεις από τη Στοκχόλμη, η οποία έκανε εξευτελιστικές εκπτώσεις στο κράτος δικαίου για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του.

Από χώρα-υπόδειγμα για Κούρδους πολιτικούς πρόσφυγες, η Σουηδία έγινε πολύ επικίνδυνη. Τρίτον, ο Ερντογάν απέσπασε μία δέσμευση, ότι η ΕΕ θα ξεπαγώσει την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, ο «σουλτάνος» δεν ενδιαφέρεται για πλήρη ένταξη. Ενδιαφέρεται, όμως, να πάρει τα πλουσιοπάροχα προενταξιακά κονδύλια που θα είναι μεγάλες ανάσες για τη δοκιμαζόμενη τουρκική οικονομία, όπως επίσης και να εξασφαλίσει την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους που ταξιδεύουν στην Ευρώπη. Τέταρτον, και καθόλου ασήμαντο, είναι ότι το «ναι» του Ερντογάν, μετά το ανατολίτικο παζάρι του, εισπράχθηκε και από τους Αμερικανούς και από τους Ευρωπαίους σαν μεγάλη υποχώρηση! Ο μέχρι πρότινος αιρετικός και σχεδόν αποδιοπομπαίος Ερντογάν έγινε ο πρωταγωνιστής της Συνόδου, που όλοι τού έσφιγγαν το χέρι και δεν φείδονταν επαίνων. Κάποιοι, μάλιστα, έσπευσαν να προαναγγείλουν το μεγάλο comeback της Τουρκίας στη Δύση, με ό,τι αυτό σημαίνει και στο επίπεδο των δυτικών επενδύσεων. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Ερντογάν δεν θέλησε ποτέ να φύγει από τη Δύση για να πάει στην Ανατολή. Αυτό που ήθελε και θέλει είναι να πατάει με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί και να επιλέγει κάθε φορά με βάση τα τουρκικά συμφέροντα.

Όσοι έσπευσαν να πουν ότι ο «σουλτάνος» υποχώρησε ατάκτως, ας σκεφθούν τι έδωσε. Μπορεί να μην πήρε όσα ζητούσε, αλλά και όσα πήρε είναι πολλά, αν ληφθεί υπόψη ότι δεν έδωσε τίποτα. Μετέτρεψε σε ανατολίτικο παζάρι και πολιτικό θρίλερ το τουρκικό «ναι», δηλαδή αυτό που για όλα τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ ήταν αυτονόητο.

Αν το δει κανείς με αυτόν τον τρόπο δεν είναι δα και λίγα όσα εξασφάλισε…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ