H διαπραγμάτευση με Τουρκία και το Διεθνές Δίκαιο
Δεδομένου ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία της Χάγης, το κρίσιμο είναι οι όροι της παραπομπής
Όπως αναμενόταν, η συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους ήταν ο πρώτος κρίκος των επικείμενων ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, πίσω από τις οποίες, σε ρόλο μεσολαβητή και ολίγον σκηνοθέτη, βρίσκεται η Ουάσινγκτον.
Κάθε διαπραγμάτευση με την Άγκυρα είναι ολισθηρό έδαφος, λόγω του επεκτατισμού της, τον οποίο προσπαθεί με κάθε τρόπο να νομιμοποιήσει ή τουλάχιστον να εδραιώσει την εντύπωση στη διεθνή κοινότητα ότι πρόκειται για διμερείς διαφορές και όχι για μονομερείς διεκδικήσεις. Εάν, λοιπόν, υπάρχει γενικά μία διάχυτη επιφύλαξη στην ελληνική κοινή γνώμη, η συνέντευξη του πρωθυπουργού και ειδικά κάποιες αναφορές του πυροδότησαν τις υποψίες ότι η κυβέρνηση θα διαπραγματευτεί όχι μόνο κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εθνική κυριαρχία. Οι επίμαχες αναφορές δεν είναι μόνο η έμμεση πλην σαφής εγκατάλειψη της πάγιας εθνικής θέσης, ότι η μόνη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ.
Τη νομική αυτή διαφορά, μάλιστα, τη μετέτρεψε σε γεωπολιτική. Δεν πρόκειται για ασήμαντη φραστική λεπτομέρεια. Η νομική διαφορά ρυθμίζεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ενώ η γεωπολιτική με πολιτικά κριτήρια, το κυριότερο των οποίων είναι η ισχύς. Από τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης δικαιούμαστε να συμπεράνουμε ότι προτίθεται να διαπραγματευθεί με την Άγκυρα το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, παρότι η επέκτασή τους στα 12 μίλια είναι -σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο- δικαίωμα κάθε παράκτιου κράτους, το οποίο ασκείται μονομερώς, χωρίς δηλαδή διαβούλευση και πολύ περισσότερο διαπραγμάτευση με γειτονικό κράτος. Επειδή τα χωρικά ύδατα είναι περιοχή κυριαρχίας κάθε κράτους, η διαπραγμάτευση με την Τουρκία του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι διαπραγμάτευση δυνάμει ελληνικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ο νέος κύκλος διαπραγματεύσεων θα αρχίσει από εκεί που είχαν μείνει οι δύο πλευρές το 2003, επί κυβέρνησης Σημίτη. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των άτυπων διερευνητικών επαφών εκείνης της περιόδου, η Αθήνα είχε αποδεχθεί να μετατραπεί σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει μονομερώς τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Για την ακρίβεια, διαπραγματευόταν χωρικά ύδατα διαφορετικού εύρους από περιοχή σε περιοχή του Αιγαίου. Οι Τούρκοι, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 απειλούν ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια συνιστά casus belli (αιτία πολέμου), θέλουν τα χωρικά ύδατα στο Ανατολικό Αιγαίο να παραμείνουν στα έξι μίλια.
Αφού η Ελλάδα ουσιαστικά έχει υποκύψει στον τουρκικό εκβιασμό, γιατί τουλάχιστον δεν επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια σ’ όλες τις άλλες θαλάσσιες περιοχές (μη εξαιρουμένου του Δυτικού Αιγαίου και της Κρήτης), ώστε τουλάχιστον να εξασφαλίζαμε στη διαπραγμάτευση χωρικά ύδατα 8-10 μιλίων στο Ανατολικό Αιγαίο;- Δεδομένου ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, η προσφυγή σ’ αυτό απαιτεί τη συνυπογραφή από τις δύο χώρες συνυποσχετικού. Επειδή στη δημόσια σφαίρα γίνεται μεγάλος θόρυβος με οπαδικούς όρους υπέρ ή κατά της παραπομπής στη Χάγη, υπογραμμίζουμε ότι από εθνικής απόψεως το κρίσιμο είναι οι όροι της παραπομπής, δηλαδή το περιεχόμενο του συνυποσχετικού.
Εάν οι δύο χώρες θέλουν το Διεθνές Δικαστήριο να τους οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ με βάση το Διεθνές Δίκαιο, το συνυποσχετικό θα είναι ένα πολύ απλό και σύντομο έγγραφο. Και βεβαίως, κανείς Έλληνας δεν θα είχε αντίρρηση.
Τα πράγματα αλλάζουν εάν το συνυποσχετικό υπαγορεύει στο Διεθνές Δικαστήριο να οριοθετήσει κατά παρέκκλιση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Το Δικαστήριο δεν έχει πρόβλημα εάν οι δύο χώρες συμφωνούν. Γι’ αυτό και η Άγκυρα, όπως και στο παρελθόν, θα επιχειρήσει να πειθαναγκάσει την Αθήνα να δεχθεί α λα τούρκα τρόπο οριοθέτησης. Τότε, απαιτούσε να μην εφαρμοστεί η μέση γραμμή, ή έστω μία ευνοϊκή για την Άγκυρα προσαρμογή της, αλλά στην Τουρκία να δοθεί σαν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ μία συνεκτική έκταση στα διεθνή ύδατα του Βορειοκεντρικού Αιγαίου (δυτικά των Λήμνου-Λέσβου-Χίου), όπου πιθανολογείται και η ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Το εάν και τι θα δεχθεί η ελληνική πλευρά θα το δούμε στην πράξη. Είναι αληθές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε θολές και αμφίσημες εκφράσεις, όπως «τολμηρή ατζέντα», «υποχωρήσεις», καθώς και ότι η εθνική κυριαρχία είναι σχετική έννοια. Προφανώς είπε όσα είπε για να δοκιμάσει αντιδράσεις και από την αντιπολίτευση και από την κοινή γνώμη. Σημαία του είναι η ανάγκη να επικρατήσει ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Παρότι η Άγκυρα διατηρεί την παράνομη απειλή πολέμου, έχει προβεί σε συνεχείς απειλές το προηγούμενο διάστημα και συνεχίζει να κατέχει το 40% της Κύπρου, ο μέσος Έλληνας επιδιώκει ήπιο κλίμα και ως εκ τούτου δεν έχει αντίρρηση να επανεκκινήσει ο διμερής διάλογος. Άλλο διάλογος, όμως, κι άλλο διαπραγμάτευση επί των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων.
Προφανώς, ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να εμφανιστεί αρνητικός στην παρασκηνιακή πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον για επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων. Πέρα, όμως, από τη σκοπιμότητα του blame game, όλα δείχνουν πως ποντάρει πραγματικά στο ενδεχόμενο μιας συμφωνίας, ή τουλάχιστον είναι αποφασισμένος να διερευνήσει τη δυνατότητα. Αυτό δηλώνει και ο ίδιος, αλλά κυρίως είχε φανεί από τις συναντήσεις των διπλωματικών συμβούλων του με τον Ιμπραχήμ Καλίν, που είχε δρομολογήσει η γερμανική διπλωματία. Κατά τα άλλα, πάντως, λέει πολύ λιγότερα από όσα συμβαίνουν στο διπλωματικό παρασκήνιο. Στον προσεκτικό παρατηρητή δεν διέφυγε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει, έστω και για τα προσχήματα, τη λέξη Κυπριακό και Κύπρος. Σύμφωνα, μάλιστα, με έγκυρες πληροφορίες, όταν ο Γιώργος Γεραπετρίτης ως υπουργός Εξωτερικών πραγματοποίησε το παρθενικό ταξίδι του, ως είθισται, δεν είπε στην κυπριακή ηγεσία τα συνήθη εθιμοτυπικά. Τους δήλωσε ωμά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα προχωρήσει στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών, χωρίς να θέσει το Κυπριακό, όπως έκαναν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, έστω κάποιες και για τα προσχήματα.
Είναι φανερό πως και ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών, που στην πραγματικότητα λειτούργησε σαν αγγελιαφόρος, ανήκουν στη σχολή των Ελλήνων πολιτικών, όπως π.χ. ο Κώστας Σημίτης, που εγκλωβισμένοι στον «μικροελλαδισμό» τους θεωρούν το Κυπριακό «βαρίδι» και εμπόδιο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών. Δεν βλέπουν ότι με τη στάση τους όχι μόνο διασπούν τον Ελληνισμό ως γεωπολιτική οντότητα, αλλά και συρρικνώνουν τη στρατηγική σημασία του, την οποία η Κύπρος, λόγω γεωγραφικής θέση, πολλαπλασιάζει.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Κάθε διαπραγμάτευση με την Άγκυρα είναι ολισθηρό έδαφος, λόγω του επεκτατισμού της, τον οποίο προσπαθεί με κάθε τρόπο να νομιμοποιήσει ή τουλάχιστον να εδραιώσει την εντύπωση στη διεθνή κοινότητα ότι πρόκειται για διμερείς διαφορές και όχι για μονομερείς διεκδικήσεις. Εάν, λοιπόν, υπάρχει γενικά μία διάχυτη επιφύλαξη στην ελληνική κοινή γνώμη, η συνέντευξη του πρωθυπουργού και ειδικά κάποιες αναφορές του πυροδότησαν τις υποψίες ότι η κυβέρνηση θα διαπραγματευτεί όχι μόνο κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εθνική κυριαρχία. Οι επίμαχες αναφορές δεν είναι μόνο η έμμεση πλην σαφής εγκατάλειψη της πάγιας εθνικής θέσης, ότι η μόνη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ.
Τη νομική αυτή διαφορά, μάλιστα, τη μετέτρεψε σε γεωπολιτική. Δεν πρόκειται για ασήμαντη φραστική λεπτομέρεια. Η νομική διαφορά ρυθμίζεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ενώ η γεωπολιτική με πολιτικά κριτήρια, το κυριότερο των οποίων είναι η ισχύς. Από τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης δικαιούμαστε να συμπεράνουμε ότι προτίθεται να διαπραγματευθεί με την Άγκυρα το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, παρότι η επέκτασή τους στα 12 μίλια είναι -σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο- δικαίωμα κάθε παράκτιου κράτους, το οποίο ασκείται μονομερώς, χωρίς δηλαδή διαβούλευση και πολύ περισσότερο διαπραγμάτευση με γειτονικό κράτος. Επειδή τα χωρικά ύδατα είναι περιοχή κυριαρχίας κάθε κράτους, η διαπραγμάτευση με την Τουρκία του εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι διαπραγμάτευση δυνάμει ελληνικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ο νέος κύκλος διαπραγματεύσεων θα αρχίσει από εκεί που είχαν μείνει οι δύο πλευρές το 2003, επί κυβέρνησης Σημίτη. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των άτυπων διερευνητικών επαφών εκείνης της περιόδου, η Αθήνα είχε αποδεχθεί να μετατραπεί σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει μονομερώς τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Για την ακρίβεια, διαπραγματευόταν χωρικά ύδατα διαφορετικού εύρους από περιοχή σε περιοχή του Αιγαίου. Οι Τούρκοι, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 απειλούν ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια συνιστά casus belli (αιτία πολέμου), θέλουν τα χωρικά ύδατα στο Ανατολικό Αιγαίο να παραμείνουν στα έξι μίλια.
Αφού η Ελλάδα ουσιαστικά έχει υποκύψει στον τουρκικό εκβιασμό, γιατί τουλάχιστον δεν επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια σ’ όλες τις άλλες θαλάσσιες περιοχές (μη εξαιρουμένου του Δυτικού Αιγαίου και της Κρήτης), ώστε τουλάχιστον να εξασφαλίζαμε στη διαπραγμάτευση χωρικά ύδατα 8-10 μιλίων στο Ανατολικό Αιγαίο;- Δεδομένου ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, η προσφυγή σ’ αυτό απαιτεί τη συνυπογραφή από τις δύο χώρες συνυποσχετικού. Επειδή στη δημόσια σφαίρα γίνεται μεγάλος θόρυβος με οπαδικούς όρους υπέρ ή κατά της παραπομπής στη Χάγη, υπογραμμίζουμε ότι από εθνικής απόψεως το κρίσιμο είναι οι όροι της παραπομπής, δηλαδή το περιεχόμενο του συνυποσχετικού.
Εάν οι δύο χώρες θέλουν το Διεθνές Δικαστήριο να τους οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ με βάση το Διεθνές Δίκαιο, το συνυποσχετικό θα είναι ένα πολύ απλό και σύντομο έγγραφο. Και βεβαίως, κανείς Έλληνας δεν θα είχε αντίρρηση.
Τα πράγματα αλλάζουν εάν το συνυποσχετικό υπαγορεύει στο Διεθνές Δικαστήριο να οριοθετήσει κατά παρέκκλιση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Το Δικαστήριο δεν έχει πρόβλημα εάν οι δύο χώρες συμφωνούν. Γι’ αυτό και η Άγκυρα, όπως και στο παρελθόν, θα επιχειρήσει να πειθαναγκάσει την Αθήνα να δεχθεί α λα τούρκα τρόπο οριοθέτησης. Τότε, απαιτούσε να μην εφαρμοστεί η μέση γραμμή, ή έστω μία ευνοϊκή για την Άγκυρα προσαρμογή της, αλλά στην Τουρκία να δοθεί σαν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ μία συνεκτική έκταση στα διεθνή ύδατα του Βορειοκεντρικού Αιγαίου (δυτικά των Λήμνου-Λέσβου-Χίου), όπου πιθανολογείται και η ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Το εάν και τι θα δεχθεί η ελληνική πλευρά θα το δούμε στην πράξη. Είναι αληθές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε θολές και αμφίσημες εκφράσεις, όπως «τολμηρή ατζέντα», «υποχωρήσεις», καθώς και ότι η εθνική κυριαρχία είναι σχετική έννοια. Προφανώς είπε όσα είπε για να δοκιμάσει αντιδράσεις και από την αντιπολίτευση και από την κοινή γνώμη. Σημαία του είναι η ανάγκη να επικρατήσει ήπιο κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Παρότι η Άγκυρα διατηρεί την παράνομη απειλή πολέμου, έχει προβεί σε συνεχείς απειλές το προηγούμενο διάστημα και συνεχίζει να κατέχει το 40% της Κύπρου, ο μέσος Έλληνας επιδιώκει ήπιο κλίμα και ως εκ τούτου δεν έχει αντίρρηση να επανεκκινήσει ο διμερής διάλογος. Άλλο διάλογος, όμως, κι άλλο διαπραγμάτευση επί των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων.
Προφανώς, ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να εμφανιστεί αρνητικός στην παρασκηνιακή πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον για επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων. Πέρα, όμως, από τη σκοπιμότητα του blame game, όλα δείχνουν πως ποντάρει πραγματικά στο ενδεχόμενο μιας συμφωνίας, ή τουλάχιστον είναι αποφασισμένος να διερευνήσει τη δυνατότητα. Αυτό δηλώνει και ο ίδιος, αλλά κυρίως είχε φανεί από τις συναντήσεις των διπλωματικών συμβούλων του με τον Ιμπραχήμ Καλίν, που είχε δρομολογήσει η γερμανική διπλωματία. Κατά τα άλλα, πάντως, λέει πολύ λιγότερα από όσα συμβαίνουν στο διπλωματικό παρασκήνιο. Στον προσεκτικό παρατηρητή δεν διέφυγε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει, έστω και για τα προσχήματα, τη λέξη Κυπριακό και Κύπρος. Σύμφωνα, μάλιστα, με έγκυρες πληροφορίες, όταν ο Γιώργος Γεραπετρίτης ως υπουργός Εξωτερικών πραγματοποίησε το παρθενικό ταξίδι του, ως είθισται, δεν είπε στην κυπριακή ηγεσία τα συνήθη εθιμοτυπικά. Τους δήλωσε ωμά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα προχωρήσει στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών, χωρίς να θέσει το Κυπριακό, όπως έκαναν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, έστω κάποιες και για τα προσχήματα.
Είναι φανερό πως και ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών, που στην πραγματικότητα λειτούργησε σαν αγγελιαφόρος, ανήκουν στη σχολή των Ελλήνων πολιτικών, όπως π.χ. ο Κώστας Σημίτης, που εγκλωβισμένοι στον «μικροελλαδισμό» τους θεωρούν το Κυπριακό «βαρίδι» και εμπόδιο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών. Δεν βλέπουν ότι με τη στάση τους όχι μόνο διασπούν τον Ελληνισμό ως γεωπολιτική οντότητα, αλλά και συρρικνώνουν τη στρατηγική σημασία του, την οποία η Κύπρος, λόγω γεωγραφικής θέση, πολλαπλασιάζει.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή