Απορρίπτεται η διζωνική ψάχνουμε «κάτι άλλο»
Το ζητούμενο πρέπει να είναι η λύση με ορθολογικό τρόπο, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του
Αυτες τις ημέρες κάθε χρόνο ο Ελληνισμός θυμάται την κυπριακή τραγωδία, τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνική καταστροφή, μετά τη Μικρασιατική. Μία 20ετία σχεδόν μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, το Κυπριακό παραμένει ουσιαστικά στο ίδιο πλαίσιο. Αθήνα και Λευκωσία επιμένουν να υψώνουν τη σημαία της «δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας», η οποία πλέον στην πράξη οδηγεί σε παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν! Η δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία θα μπορούσε θεωρητικά να είναι λύση. Κάτω από αυτό τον τίτλο, όμως, έχει τις τελευταίες δεκαετίες συσσωρευθεί ένα διαπραγματευτικό κεκτημένο, το οποίο με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε αυτό που με το συντριπτικό 76% απέρριψαν οι Ελληνοκύπριοι. Αυτή η λύση στηρίζεται στον εθνικό-γεωγραφικό διαχωρισμό και προβλέπει μια ιδιότυπη και μη βιώσιμη συνομοσπονδία, διανθισμένη με ομοσπονδιακά στοιχεία, κυρίως σε πτυχές που συμφέρουν την τουρκική πλευρά. Το 2004 η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχασε τη χρυσή ευκαιρία να αξιοποιήσει το συντριπτικό «όχι» για να δρομολογήσει μία αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση. Αυτό σημαίνει απεγκλωβισμό από τα στερεότυπα δεκαετιών, τα οποία συντηρούν ακόμα αυταπάτες. Σημαίνει ειδικά εγκατάλειψη του στερεότυπου που φέρει τον τίτλο «δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία». Αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση σημαίνει αναστοχασμό για το περιεχόμενο της λύσης.
Προϋπόθεση για να αλλάξει το πλαίσιο αναζήτησης λύσης είναι να ανοίξει η συζήτηση προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς ταμπού και εξ υπαρχής απορριπτέες λύσεις. Προφανώς, στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, με τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει η μακρόχρονη κατοχή, με τον συσχετισμό δυνάμεων και με τη στάση που έχει υιοθετήσει η Δύση (και συνολικότερα η διεθνής κοινότητα) για το Κυπριακό, μία ρεαλιστική λύση δεν θα ανταποκρίνεται στους εθνικούς πόθους του Ελληνισμού. Οι πραγματικές επιλογές είναι και περιορισμένες και εθνικά επώδυνες. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται υπό τη διαρκή πίεση και απειλή των κατοχικών στρατευμάτων, αρκετά μακριά από την Ελλάδα, η οποία, για τους γνωστούς λόγους, όχι μόνο δεν είναι στα καλύτερά της, αλλά και το ελλαδικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει την Κύπρο όχι ως γεωπολιτικό δώρο της Ιστορίας, αλλά σαν βαρίδι!
Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια γεωπολιτικά κορυφαίας σημασίας περιοχή, όπου διασταυρώνονται πλανητικά συμφέροντα. Η Κύπρος πολλαπλασιάζει τη γεωπολιτική αξία του Ελληνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα είναι σε θέση και να κατανοήσει και να αξιοποιήσει. Δυστυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι δεδομένα. Στα 49 χρόνια της τουρκικής κατοχής στη βόρεια Κύπρο έχουν δημιουργηθεί πολλαπλά τετελεσμένα. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι η μαζική εγκατάσταση Τούρκων εποίκων και η εδραίωση τουρκοκυπριακής κρατικής δομής, η οποία βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της Άγκυρας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ζητούμενο πρέπει να είναι η με ορθολογικό τρόπο ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του. Ρεαλιστική πρόταση για λύση δεν είναι, βεβαίως, η πρόταση που γίνεται αποδεκτή από την τουρκική πλευρά. Είναι η πρόταση που μπορεί να βρει ανταπόκριση και να αποκτήσει ερείσματα στη διεθνή κοινότητα. Η επιλογή «παράταση του σημερινού status quo με την ελπίδα ότι στο μέλλον μπορεί να έλθουν καλύτεροι καιροί» έχει νόημα υπό τον όρο ότι απορρίπτεται οριστικά το πλαίσιο της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας», το οποίο οδηγεί σε παραλλαγές του Σχεδίου Ανάν. Το πραγματικό δίλημμα, που τουλάχιστον από το 2004 τίθεται στους Ελληνοκυπρίους, είναι «ή λύση τύπου Ανάν, ή αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση».
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26/7
Προϋπόθεση για να αλλάξει το πλαίσιο αναζήτησης λύσης είναι να ανοίξει η συζήτηση προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς ταμπού και εξ υπαρχής απορριπτέες λύσεις. Προφανώς, στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, με τα τετελεσμένα που έχει δημιουργήσει η μακρόχρονη κατοχή, με τον συσχετισμό δυνάμεων και με τη στάση που έχει υιοθετήσει η Δύση (και συνολικότερα η διεθνής κοινότητα) για το Κυπριακό, μία ρεαλιστική λύση δεν θα ανταποκρίνεται στους εθνικούς πόθους του Ελληνισμού. Οι πραγματικές επιλογές είναι και περιορισμένες και εθνικά επώδυνες. Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται υπό τη διαρκή πίεση και απειλή των κατοχικών στρατευμάτων, αρκετά μακριά από την Ελλάδα, η οποία, για τους γνωστούς λόγους, όχι μόνο δεν είναι στα καλύτερά της, αλλά και το ελλαδικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει την Κύπρο όχι ως γεωπολιτικό δώρο της Ιστορίας, αλλά σαν βαρίδι!
Οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονται στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια γεωπολιτικά κορυφαίας σημασίας περιοχή, όπου διασταυρώνονται πλανητικά συμφέροντα. Η Κύπρος πολλαπλασιάζει τη γεωπολιτική αξία του Ελληνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα είναι σε θέση και να κατανοήσει και να αξιοποιήσει. Δυστυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι δεδομένα. Στα 49 χρόνια της τουρκικής κατοχής στη βόρεια Κύπρο έχουν δημιουργηθεί πολλαπλά τετελεσμένα. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι η μαζική εγκατάσταση Τούρκων εποίκων και η εδραίωση τουρκοκυπριακής κρατικής δομής, η οποία βρίσκεται υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της Άγκυρας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το ζητούμενο πρέπει να είναι η με ορθολογικό τρόπο ανεύρεση της συγκριτικά καλύτερης δυνατής λύσης, ώστε ο κυπριακός Ελληνισμός να επιβιώσει και να αναπτυχθεί στις πατρογονικές εστίες του. Ρεαλιστική πρόταση για λύση δεν είναι, βεβαίως, η πρόταση που γίνεται αποδεκτή από την τουρκική πλευρά. Είναι η πρόταση που μπορεί να βρει ανταπόκριση και να αποκτήσει ερείσματα στη διεθνή κοινότητα. Η επιλογή «παράταση του σημερινού status quo με την ελπίδα ότι στο μέλλον μπορεί να έλθουν καλύτεροι καιροί» έχει νόημα υπό τον όρο ότι απορρίπτεται οριστικά το πλαίσιο της «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας», το οποίο οδηγεί σε παραλλαγές του Σχεδίου Ανάν. Το πραγματικό δίλημμα, που τουλάχιστον από το 2004 τίθεται στους Ελληνοκυπρίους, είναι «ή λύση τύπου Ανάν, ή αναθεώρηση στρατηγικής από μηδενική βάση».
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26/7