Σαν να μην έφτανε η καταστροφή του δασικού περιβάλλοντος σε πολλά σημεία της Ελλάδας, σαν να μην έφταναν οι ζημιές σε οικισμούς και η αποπνικτική κάπνα που δηλητηριάζει τους πνεύμονες, ήρθε και η πτώση του πυροσβεστικού Canadair στην Κάρυστο για να μας θυμίσει ότι εκτός από «παρτάκηδες», στην Ελλάδα, υπάρχουν και κάποιοι που διακινδυνεύουν και ενίοτε χάνουν τη ζωή τους για να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον, το περιβάλλον, τον πληθυσμό και τις περιουσίες από τις φλόγες. Ίσως είναι το μόνο παρήγορο μέσα στη θλίψη που προκαλεί η απώλεια δύο νέων πιλότων την ώρα του καθήκοντος. Η πτώση του Canadair επαναφέρει το ζήτημα της ανανέωσης του γηρασμένου και ως εκ τούτου επικίνδυνου για ατύχημα στόλου των πυροσβεστικών αεροπλάνων. Δεδομένου ότι οι πυρκαγιές έχουν γίνει κανόνας το καλοκαίρι, η προμήθεια νέων, κατάλληλων για το ελληνικό ανάγλυφο πυροσβεστικών αεροσκαφών είναι όχι απλώς επιβεβλημένη αλλά και πρέπει να είναι υψηλής προτεραιότητας. Και επειδή αυτά λέγονται κάθε καλοκαίρι, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις φλόγες, αλλά ξεχνιούνται το φθινόπωρο όταν περάσει το πρόβλημα, πρέπει επιτέλους να σπάσει ο φαύλος κύκλος της κρατικής αδράνειας. Δεν μπορεί καμία κυβέρνηση να κρύβεται πίσω από την κλιματική αλλαγή, ειδικά όταν ο πρωθυπουργός κατηγορούσε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τις ευθύνες της, όταν και πάλι οι πυρκαγιές κατάκαιγαν την Ελλάδα. Η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα η οποία δυσκολεύει τα πράγματα από την άποψη των καιρικών συνθηκών, γεγονός που επιβάλλει στον κρατικό μηχανισμό να λάβει εγκαίρως τα μέτρα του για να αντιμετωπίζει, κατά το δυνατόν, αποτελεσματικά το πρόβλημα.

Προφανώς, οι κυβερνήσεις δεν είναι υπεύθυνες ούτε για τους καύσωνες ούτε για τους έντονους ανέμους, που ευνοούν την εκδήλωση και την επέκταση των πυρκαγιών. Οι ευθύνες τους συνίστανται στο γεγονός ότι με παραλείψεις δεν κάνουν όσα επιβάλλουν οι συνθήκες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σ’ αυτό το επίπεδο, λοιπόν, διαπράττεται παραδοσιακά διά παραλείψεως διαρκές έγκλημα. Για να μιλάμε, όμως, με ρεαλιστικούς όρους, η σωστή προετοιμασία και ο επαρκής εναέριος και επίγειος εξοπλισμός μπορούν να περιορίσουν την καταστροφή από πυρκαγιές, όχι να την εξαφανίσουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει το κεντρικό κράτος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι πολίτες να κάνουν ό,τι μπορούν, να εξαντλούν όλα τα μέσα, προληπτικά και κατασταλτικά. Και, δυστυχώς, σ’ αυτό το επίπεδο είναι πάρα πολλά αυτά που μπορούν να γίνουν και δεν γίνονται. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη πόρων που εμποδίζει. Δηλώσεις όπως «μάθαμε από τα λάθη μας» αποδεικνύονται λόγια χωρίς αντίκρισμα, γιατί οι τωρινές πυρκαγιές αποδεικνύουν ότι δεν μάθαμε από τα λάθη μας.

Η κυβέρνηση επαίρεται, επειδή σε σύγκριση με την έκταση των πυρκαγιών, τα ανθρώπινα θύματα είναι μέχρι στιγμής πέντε, μαζί με τους δύο πιλότους. Για να προστατέψει τους πολίτες, αλλά και για να μην εισπράξει η ίδια πολιτικό κόστος από ενδεχόμενους θανάτους, η κυβέρνηση έχει θέσει ως πρώτη προτεραιότητά της να μη χαθεί ανθρώπινη ζωή, διατάζοντας την εκκένωση ολόκληρων οικισμών, συχνά πριν ακόμα αυτοί απειληθούν άμεσα από τη φωτιά. Είναι φανερό πως οι μεγάλες ανθρώπινες απώλειες το 2007 και στο Μάτι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο -και όχι άδικα- στην επιλογή αυτή. Εκ πρώτης όψεως, η τακτική της πλήρους εκκένωσης μοιάζει φρόνιμη, αφού θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Ωστόσο, έχει σοβαρό επιχειρησιακό μειονέκτημα. Εκκενώνοντας έναν οικισμό που δεν απειλείται άμεσα, ουσιαστικά διευκολύνεις την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Είναι άλλο η απομάκρυνση ηλικιωμένων και παιδιών και άλλο η πλήρης εκκένωση. Η με λελογισμένο τρόπο οργανωμένη κινητοποίηση των κατοίκων, που αγωνίζονται να προστατέψουν τις περιουσίες τους, μπορεί να αποτρέψει την εξάπλωση της πυρκαγιάς, επειδή θα βρεθεί κάποιος να σβήσει μία καύτρα που μετέφερε ο άνεμος πριν αυτή μετατραπεί σε μία νέα εστία.

Εκτελώντας κυβερνητικές εντολές, όμως, οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν ακόμα και βία για να απομακρύνουν άνδρες, οι οποίοι επιμένουν να παραμείνουν για να προστατεύσουν την περιουσία τους. Αναμφίβολα, όταν επιβάλλεται πλήρης εκκένωση, αυτή πρέπει να πραγματοποιείται. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να το αποφασίζει ο υπουργός, αλλά ο επιτόπου διοικητής των πυροσβεστικών δυνάμεων που έχει καθαρή εικόνα της κατάστασης. Αυτό, βεβαίως, απαιτεί αξιωματικούς που θα έχουν εκπαιδευθεί να αναλαμβάνουν πρωτοβουλία και ευθύνη κι όχι ευθυνόφοβους που κρύβονται πίσω από άνωθεν διαταγές.

Το γεγονός ότι οι πυρκαγιές έχουν καταντήσει ενδημικό πρόβλημα, που μάλλον με τον χρόνο θα επιδεινώνεται, απαιτεί ριζικά μέτρα. Επειδή δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να έχει υπέρμετρες πυροσβεστικές δυνάμεις αποκλειστικά για εποχική χρήση, πρέπει να οδηγηθούμε στη λογική των πολλαπλών ρόλων. Αυτό αφορά πρωτίστως τον στρατό. Είναι ακατανόητο να τον αφήνουμε εκτός του δυναμικού πυρόσβεσης, προφανώς σε δευτερεύοντα ρόλο. Οι νεοσύλλεκτοι, παραλλήλως με τη στρατιωτική εκπαίδευσή τους, πρέπει να εκπαιδεύονται και στην πυρόσβεση και την πρόληψη. Στη διάρκεια δε της θητείας τους να πραγματοποιούν κοινές ασκήσεις με την Πυροσβεστική, υπό την ηγεσία αξιωματικών της. Αν συνέβαινε αυτό, χωρίς οικονομικό κόστος οι πεζοπόρες δυνάμεις πυρόσβεσης θα ενισχύονταν και ποσοτικά και ποιοτικά, με ευεργετικά αποτελέσματα στο επιχειρησιακό επίπεδο. Θα πολλαπλασιάζονταν, μάλιστα, εάν θεσμοθετείτο η τακτική υποχρεωτική εκπαίδευση από την τοπική Πυροσβεστική των ικανών πολιτών σε κάθε δήμο και κοινότητα. Με ένα τέτοιο δυναμικό τόσο η πρόληψη όσο και η κατάσβεση θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική. Είναι πολύ διαφορετικό οι πυροσβέστες να καθοδηγούν εκπαιδευμένους πολίτες, με τους οποίους έχουν συνασκηθεί, από το να επικουρούνται από ανεκπαίδευτους ευκαιριακούς εθελοντές ή κατοίκους που αυτοσχεδιάζουν.

Και αναφερόμαστε στην πρόληψη, επειδή υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι πολλές από τις φετινές πυρκαγιές προκλήθηκαν από εμπρησμό. Και δεν αναφερόμαστε μόνο σε ακούσιους από λάθη και επιπολαιότητα αλλά σε συνειδητούς εμπρησμούς. Στο επίπεδο αυτό απαιτείται αλλαγή της νομοθεσίας με την επιβολή εξοντωτικών ποινών για τους εμπρηστές αλλά και αυστηρών για τους επιπόλαιους. Κυρίως, όμως, απαιτούνται πυκνές περιπολίες στις επικίνδυνες περιόδους, αλλά και συστηματική χρήση drones για την επιτήρηση δασικών και ημιδασικών περιοχών.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»