Αυτό που συμβαίνει  στην γειτονική Αλβανία με την καταπάτηση και των τελευταίων δικαιωμάτων που είχαν απομείνει για την ολοένα και συρρικνούμενη ελληνική μειονότητα αποτελεί ντροπή για μια χώρα που θέλει -τρομάρα της- να γίνει και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι τοπικές Αρχές με την πλήρη και απόλυτη υποστήριξη της κυβέρνησης του σοσιαλιστή Ράμα κατεδαφίζουν σπίτια Ελλήνων, στους οποίους μάλιστα στέλνουν τα σχετικά ειδοποιητήρια λίγα εικοσιτετράωρα πριν εμφανιστούν οι μπουλντόζες. Στη θέση των κατεδαφισμένων σπιτιών προγραμματίζεται να εγκατασταθεί μουσουλμανικός πληθυσμός  με προφανή στόχο την πλήρη εξαφάνιση του Ελληνισμού στην Αλβανία. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζουν Έλληνες που ζουν στην Αλβανία, το 1990 ο πληθυσμός της Χειμάρρας ήταν σε ποσοστό 70% ελληνικός και 30% αλβανικός ενώ σήμερα μόλις των 10% των κατοίκων είναι ομογενείς.

Απέναντι σε αυτήν τη συμπεριφορά η κυβέρνηση, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κρατά σχετικά χαμηλούς τόνους. Διότι δηλώσεις του τύπου «παρακολουθούμε την κατάσταση», ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από πράξεις, κάθε άλλο παρά κάνουν αυτιά να ιδρώνουν στη γειτονική Αλβανία. Τα Τίρανα, που γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα ζουν και εργάζονται χιλιάδες Αλβανοί υπήκοοι, ενισχύοντας με εκατομμύρια ευρώ συναλλάγματος κάθε χρόνο την οικονομία τους, θα έπρεπε ήδη να είχαν πάρει αυστηρά μηνύματα ότι δεν θα δεχθούν τέτοιες συμπεριφορές βάναυσης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ευρωπαϊκή «οικογένεια» θα έπρεπε επίσης να έχει ενημερωθεί αναλόγως για να πράξει τα δέοντα. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και πρέπει να διεθνοποιηθεί άμεσα. Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, ο οποίος έχει αποδείξει ότι δεν κατατρέχεται από τις ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, το γνωρίζει πολύ καλά και είναι ένα ερώτημα για ποιον λόγο κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί με την ένταση που θα έπρεπε ως τώρα. Ας κινηθούμε λοιπόν τώρα πριν να είναι πολύ αργά...

Το χρωστάμε στους συμπατριώτες μας που επιμένουν να ζουν στη Χειμάρρα, στους Άγιους Σαράντα, στο Αργυρόκαστρο, στην Κορυτσά και στα άλλα χώματα που πότισαν με το αίμα τους Έλληνες πολεμιστές τον χειμώνα του 1940-41.