Αναζητώντας τη σύνθετη ονομασία, έμπλεξαν οι γραμμές που συνδέουν την ιστορία με την αμαρτία. Τουλάχιστον η Ρίτα Σακελλαρίου είχε το σθένος να ομολογήσει τραγουδώντας ότι ήταν «λάθος μου μεγάλο». Εν αντιθέσει με όσους κατά καιρούς χειρίστηκαν το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων.

Τώρα πλέον το θέμα της ονομασίας δεν είναι απλώς σύνθετο, αλλά έχει καταστεί πολυσύνθετο από κάθε άποψη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, προέκυψε και ένα καίριο ζήτημα: Ποιος αποφασίζει για τον καθορισμό της εθνικής γραμμής;

Η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση; Όπως ίσως υποψιάζεστε, αυτό είναι περισσότερο σύνθετο από τη σύνθετη ονομασία, αφού ναι μεν είναι «για κάθε χρήση», στερείται όμως γεωγραφικού προσδιορισμού. Είναι, έτσι απλά, εκτός τόπου και χρόνου.

Αν θέλετε τη γνώμη μου, τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού ούτως ή άλλως θα την υποστείτε, η κυβέρνηση επέλεξε διά της σύνθετης ονομασίας να προκαλέσει σύγχυση.

Ο πρωθυπουργός έχει διαφορετική θέση από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, οπότε, αφού ο ένας θέλει σύνθετη και ο άλλος καμία αναφορά στην ονομασία της λέξης «Μακεδονία», καλείται η αντιπολίτευση να πάρει θέση.

Εν τω μεταξύ, αυτοί παραμένουν στις θέσεις τους ή, όπως λέγεται στην καθομιλουμένη, στις καρέκλες τους. Άλλωστε, υπό την ευρεία έννοια του όρου, αυτό αποτελεί… εθνική θέση.

Βλέπετε, μία από τις παθογένειες του «παλιού» πολιτικού συστήματος, το οποίο αντικαταστάθηκε από την κοινοπραξία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, ήταν ότι όταν προέκυπτε διαφωνία σε μείζονα θέματα μεταξύ πρωθυπουργού και υπουργού, ο δεύτερος υπέβαλλε την παραίτησή του.

Στην προκειμένη περίπτωση, αντί της… παλαιοκομματικής επιλογής της παραίτησης, η κυβέρνηση εγκαλεί την αντιπολίτευση να πάρει θέση ώστε ο υπουργός (που υποτίθεται ότι διαφωνεί) να μη χάσει τη θέση του.

Επί της ουσίας, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί μια δοκιμασμένη συνταγή, που σε πολλές περιπτώσεις έχει φέρει αποτέλεσμα. Χρησιμοποιεί έννοιες που, όπως τα γυαλιά, θολώνουν οτιδήποτε δεν κάνουν πιο ευκρινές. Είναι ίσως το μόνο που μπορεί να κάνει στην τελική ευθεία για την έξοδο από τα μνημόνια. Πιθανότατα την ενδιαφέρει περισσότερο η αξιολόγηση από τους «θεσμούς», παρά η αξιολόγηση από την Ιστορία.

 *Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία του Τύπου»,4/1/2018