Όταν στις 24 Ιουλίου του 2019 ο εκκεντρικός Μπόρις Τζόνσον, αφού απέσπασε το 66% των ψήφων του συντηρητικού κόμματος, έγινε ο νέος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου αντικαθιστώντας την απερχόμενη πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, δεν ήταν μόνο οι φανατικοί οπαδοί του Brexit που πανηγύρισαν με την εκλογή του. Πολλοί στην Τουρκία το έκαναν, για άλλους λόγους φυσικά. Ο πρόεδρος Ερντογάν ήταν μάλιστα από τους πρώτους ξένους ηγέτες που έσπευσαν να συγχαρούν τον Τζόνσον, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι σχέσεις Τουρκίας - Βρετανίας θα ευδοκιμήσουν. Αυτό, σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, οφειλόταν και στο γεγονός ότι ο Τζόνσον, στο πλούσιο γενεαλογικό δέντρο που διαθέτει, έχει κι έναν Τούρκο προπάππο - κάτι το οποίο στην Τουρκία θεωρείται αρκετό για να τον χαρακτηρίσουν «δικό» τους. Τα μέλη της οικογένειας του Οθωμανού προπάππου του Τζόνσον ήταν γνωστά στα τουρκικά ως «Sarioglangiller», που μεταφράζεται περίπου ως «της οικογένειας με το ξανθό αγόρι».

Αμέσως, λοιπόν, μετά το Brexit η απομονωμένη κυβέρνηση Τζόνσον επεδίωξε την επαναπροσέγγιση και την εμβάθυνση της συνεργασίας της με την Τουρκία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξαιρετικά φιλική προς την κυβέρνηση Ερντογάν. Ο Τζόνσον χαρακτήρισε το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν «αίρεση» και υποστήριξε τις «μεταρρυθμίσεις» του Ερντογάν έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Η Βρετανία ήταν ανέκαθεν ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της εισόδου της Τουρκίας στην Ε.Ε., την ένταξη της οποίας οι Βρυξέλλες διαπραγματεύονταν επί δεκαετίες. Αλλωστε, η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε στενός σύμμαχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο μεγαλύτερο τμήμα του 19ου αιώνα. Και είναι δυσοίωνο το γεγονός ότι η Βρετανία ως «εγγύητρια δύναμη» έχει πρωτεύοντα λόγο στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, και μάλιστα κινείται φιλότουρκα υπούλως, όπως άλλωστε το συνηθίζει...

Η σημαντική εμπορική συμφωνία της Βρετανίας με την Τουρκία, που υπογράφηκε αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε η μεταβατική περίοδος του Brexit, στις 31 Δεκεμβρίου του 2020, ενδυναμώνει τον πρόεδρο της Τουρκίας και πετά στα σκουπίδια τις υποσχέσεις Βρετανών υπουργών για δήθεν τήρηση των διεθνών νόμων και αξιών από μία «οικουμενική Βρετανία». Δικαίως ο Ερντογάν την αποκάλεσε «σταθμό» για την Τουρκία, αφού ο Τζόνσον τού έδωσε στο πιάτο μια καθαρή νίκη με τα 21 δισ. ευρώ της συμφωνίας. Η Αγκυρα ήθελε απεγνωσμένα να διατηρήσει αφορολόγητη πρόσβαση στη βρετανική αγορά, τη δεύτερη μεγαλύτερη για τις τουρκικές εξαγωγές.

Στην απέλπιδα προσπάθειά του να αντικαταστήσει τις εμπορικές συμφωνίες που ίσχυαν όταν η Βρετανία ήταν μέλος της Ε.Ε., ο Τζόνσον έχει ανανεώσει 30, οι οποίες -όπως αυτή με την Τουρκία- δεν έχουν ελεγχθεί από το Κοινοβούλιο. Οπως με την Αίγυπτο, την Τυνησία, το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή. Παρόλο που ο Ερντογάν χρησιμοποιεί όπλα που έχει αγοράσει από τη Βρετανία στη Συρία, στη Λιβύη, στον Καύκασο... το αυτί του Τζόνσον δεν φαίνεται να ιδρώνει. Αλλά, όπως είχε πει με τον βρετανικό κυνισμό του ο Γκρεγκ Χαντς, υπουργός Εμπορίου του Τζόνσον, δεν υπήρχε χρόνος για τους βουλευτές να ελέγξουν όλες τις συμφωνίες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του 2020.

Η συμφωνία με την Τουρκία είναι ενδεικτική μίας μεγαλύτερης, θεμελιώδους υποκρισίας από τη βρετανική κυβέρνηση, γράφει η έγκυρη εφημερίδα «Guardian». Ο Ντόμινικ Ράαμπ, υπουργός Εξωτερικών, είχε πει το 2019 στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι μετά το Brexit «μία πραγματικά οικουμενική Βρετανία δεν θα είναι μόνο διεθνές εμπόριο και επενδύσεις. Αλλά θα φροντίσει, επίσης, την τήρηση των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της δέσμευσης στο διεθνές κράτος Δικαίου». Και μπορεί ο Ράαμπ να το εννοούσε και να εφάρμοσε κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά μέχρις εκεί. Δυστυχώς, η κυβέρνηση Τζόνσον είναι αποφασισμένη να συνάπτει βιαστικές συμφωνίες με κάθε είδους ανεπιθύμητους πελάτες σε όλο τον κόσμο, καταλήγει η «Guardian».