Οι µετεγγραφές (ή, επί το λαϊκότερον, µεταγραφές) είναι στη συνείδηση του κόσµου ένας καθαρά ποδοσφαιρικός όρος. Τον οποίο έχει παύσει να µονοπωλεί το δηµοφιλέστερο των αθληµάτων και γενικώς η ποδοσφαιρική βιοµηχανία, καθώς έχει υιοθετηθεί στην πράξη από την… πολιτική.

Πράγµατι, υιοθετήθηκε και στην πολιτική η δυνατότητα της µεταπήδησης ενός πολιτικού από το ένα κόµµα στο άλλο. Μια δυνατότητα που προσδιορίζεται από τον όρο «διεύρυνση», τον οποίο κατοχύρωσε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο ιδρυτής της Νέας ∆ηµοκρατίας, Κωνσταντίνος Καραµανλής.

Ενορατικός πολιτικός, µε οξυµµένη όσφρηση των πολιτικών συγκυριών και των διαθέσεων της κοινής γνώµης, είχε αποφασίσει, ως ο πρώτος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης, να αφήσει πίσω το παρελθόν του άλλου κόµµατος που είχε ιδρύσει, πριν από τη δικτατορία, της ΕΡΕ, και να πορευθεί µε γνώµονα µια παράµετρο που λαµβάνεται σοβαρά υπόψη στις εκλογικές αναµετρήσεις τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια. Και που δεν είναι άλλη από τη διαπίστωση ότι στην ανάδειξη των κυβερνήσεων συµβάλλει σηµαντικά το προς τα πού θα στραφεί µια µερίδα του εκλογικού σώµατος που αυτοπροδιορίζεται ως ανήκουσα στον κεντρώο χώρο.

Είδε τη δυναμική

Εχει, βεβαίως, περάσει η αντίληψη ότι ο όρος «διεύρυνση» είναι πολιτογραφηµένος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Οµως, ο Καραµανλής είχε διείδει τη δυναµική και απήχηση του Κέντρου στην κοινωνία και πριν από τη δικτατορία. Ετσι, όταν ίδρυσε την ΕΡΕ, αναλαµβάνοντας την πρωθυπουργία, µετά τον θάνατο του στρατάρχη Παπάγου, του επικεφαλής του Εθνικού Συναγερµού, έκανε το πρώτο άνοιγµα προς τον φιλελεύθερο κεντρώο χώρο.



Και ενέταξε στην ΕΡΕ σπουδαίες κεντρώες προσωπικότητες, που έµελλε να παίξουν σηµαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγµατα της χώρας. Προσωπικότητες όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, που στα χρόνια της Μεταπολίτευσης διετέλεσε και αρχηγός της Νέας ∆ηµοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, που διετέλεσε και Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας πριν από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, αλλά και ο Γρηγόριος Κασιµάτης. Η ιστορία των διευρύνσεων της Νέας ∆ηµοκρατίας συνεχίστηκε και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.



Προσχώρηση

Πώς άλλωστε θα γινόταν διαφορετικά, αφού και πάλι αρχηγός του κυβερνώντος κόµµατος, µετά την πτώση της δικτατορίας και την παλινόρθωση της ∆ηµοκρατίας, ήταν ο Κωνσταντίνος Καραµανλής; Ετσι, τον Μάιο του 1978 προσχώρησαν στη Νέα ∆ηµοκρατία -έπειτα από συνεννοήσεις που είχε κάνει ο ίδιος ο ιδρυτής του κόµµατος µε τους προσχωρήσαντες- δύο εµβληµατικές προσωπικότητες του Κέντρου: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος.



Ο πρώτος είχε ιδρύσει τους Νεοφιλελεύθερους, των οποίων άλλωστε και ηγείτο, και ο δεύτερος, ανεξάρτητος ων, προερχόταν από την Ε∆ΗΚ. Και όχι µόνον είχαν προσχωρήσει στη Ν.∆., αλλά είχαν αµέσως υπουργοποιηθεί. Ο Κ. Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισµού (που ήταν ο προποµπός του υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας) και ο Κανελλόπουλος ως υπουργός Οικονοµικών.

∆ύο ήταν οι βασικοί λόγοι του ανοίγµατος Καραµανλή προς τα συγκεκριµένα αυτά πολιτικά πρόσωπα. Πρώτον, όπως προαναφέρθηκε, το άνοιγµα Καραµανλή προς το Κέντρο. Δεύτερον, ότι τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Κανελλόπουλος ήταν φιλευρωπαϊστές και υπέρµαχοι της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που ήταν άλλωστε και το όραµα του Κωνσταντίνου Καραµανλή.



Ο Καραµανλής όµως δεν σταµάτησε την ένταξη στο κόµµα της Ν.∆. µόνο στις δύο αυτές εµβληµατικές προσωπικότητες. Προσήλκυσε και άλλα γνωστά πρόσωπα του κεντρώου χώρου, όπως ο Δηµήτριος Παπασπύρου, που διετέλεσε και πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ο Γεώργιος Μπακατσέλος, ο Ιωάννης Τούµπας και ο Θεοχάρης Ρέντης.



Από μόνος του

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που διαδέχτηκε τον Ευάγγελο Αβέρωφ στην ηγεσία της Νέας Δηµοκρατίας, δεν χρειάστηκε να κάνει κεντρώα ανοίγµατα σε πρόσωπα - καθώς, άλλωστε, τον παραδοσιακό χώρο του Κέντρου διεκδικούσε πλέον το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του ηγέτη της Ενώσεως Κέντρου.

Ούτως ή άλλως, κατά την περίοδο της αρχηγίας του, αλλά και της πρωθυπουργίας του, ήταν πολύ οξυµµένα τα πολιτικά πνεύµατα εξαιτίας των σκανδάλων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και το κλίµα ήταν ιδιαίτερα πολωτικό, τόσο που θα απέτρεπε την όποια ένταξη, την εποχή εκείνη, στελέχους του Κινήµατος που να µετράει πολιτικά στη Νέα ∆ηµοκρατία. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ηγετικό στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου, ήταν άλλωστε… Κέντρο από µόνος του.

Κεντρώοι

Ετσι, τα κεντρώα ανοίγµατα της Ν.Δ. υπό την ηγεσία του έγιναν µέσω της πολιτικής που εφάρµοσε ως πρωθυπουργός και για τα οποία είχε προϊδεάσει ως αρχηγός της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Ούτε επί της αρχηγίας του Κώστα Καραµανλή είχαµε κάποια διεύρυνση του κόµµατος µε συγκεκριµένα πρόσωπα.

Ήταν µια θητεία κατά την οποία, αντί της στροφής σε πρόσωπα που να αντιπροσωπεύουν το Κέντρο και να τονίζουν έτσι τον κεντροδεξιό χαρακτήρα της Ν.∆., επιλέχτηκε η λεγόµενη στροφή στον «µεσαίο χώρο». Αντιθέτως, λίγα χρόνια µετά, επί αρχηγίας Αντώνη Σαµαρά, είχαµε διεύρυνση της Ν.∆., αλλά αυτή τη φορά προς τα δεξιά. ∆ιεύρυνση που δεν τη φοβήθηκε ο τότε αρχηγός της Ν.∆., αφού θεωρούσε ότι δεν θα µπορούσε να παρεξηγηθεί πολιτικά, έχοντας βενιζελικές καταβολές.

Η διεύρυνση εκείνη έγινε τον χειµώνα του 2012, µήνα Φεβρουάριο, και µάλιστα αποφασίστηκε µετά τη διαγραφή 21 Νεοδηµοκρατών βουλευτών που είχαν καταψηφίσει το δεύτερο Μνηµόνιο. Αυτοί που προσχώρησαν στη Νέα ∆ηµοκρατία προέρχονταν από τον ΛΑΟΣ και ήταν ο Μάκης Βορίδης και ο Αδωνις Γεωργιάδης, από τους κορυφαίους λίγα χρόνια µετά υπουργούς στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τρεις µήνες αργότερα εντάχθηκε στη Νέα ∆ηµοκρατία και ο Θάνος Πλεύρης, υπουργός Υγείας σήµερα.



Από το ΠΑΣΟΚ

Υπέρµαχος των διευρύνσεων του κόµµατός του µε ικανά πρόσωπα, έστω και αν προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους, είναι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχίζοντας την παράδοση.

Τα πρώτα πρόσωπα που εντάχθηκαν στο κυβερνητικό σχήµα του Κυριάκου προέρχονταν από το «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ». Και όχι από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ». Ενα από τα τρία αυτά πρόσωπα ήταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, που είχε διατελέσει και υπουργός ∆ηµόσιας Τάξης επί Σηµίτη, στη θητεία του οποίου είχε εξαρθρωθεί η «17 Νοέµβρη». Είχε επίσης διατελέσει γραµµατέας του ΠΑΣΟΚ.



Το δεύτερο πρόσωπο ήταν ο εξαιρετικά επιτυχηµένος σήµερα υπουργός, στον οποίο οφείλεται και η πολύ σηµαντική ψηφιακή µεταρρύθµιση της χώρας, Κυριάκος Πιερρακάκης, που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ επί αρχηγίας Ευάγγελου Βενιζέλου. Συνεργάτις του Ευ. Βενιζέλου υπήρξε και το τρίτο πρόσωπο που εντάχθηκε στη νεοδηµοκρατική κυβέρνηση, η σηµερινή υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη. Στους προερχόµενους από άλλον πολιτικό χώρο είναι και ο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, βουλευτής Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.





Και άλλοι

Η διεύρυνση όµως του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν σταµατάει µόνο στα συγκεκριµένα πρόσωπα. Σε αυτά περιλαµβάνεται ο προερχόµενος από το Ποτάµι Γιώργος Μαυρωτάς, ο Απόστολος ∆ηµητρόπουλος, εµπειρογνώµονας και πρώην συνεργάτης της Αννας ∆ιαµαντοπούλου, που είχε συµβάλει στη δηµιουργία του Νόµου ∆ιαµαντοπούλου για την Παιδεία, ο πρώην συνεργάτης του Θόδωρου Πάγκαλου Γιώργος Καλατζής, ο Πάνος Αλεξανδρής, αλλά και η Αννα Στρατινάκη, που συνεργαζόταν επί ΠΑΣΟΚ µε τον τότε υφυπουργό του Κινήµατος Γιώργο Κουτρουµάνη.

Όλοι αυτοί έχουν αξιοποιηθεί αναλαµβάνοντας θέσεις γενικών γραµµατέων στα υπουργεία της κυβέρνησης. Ηταν φυσικό, ως κόµµα εξουσίας, η Νέα ∆ηµοκρατία να προσελκύει στελέχη από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, αλλά πάντως µε αστική υποδοµή και φιλελεύθερες ιδέες. Αυτό, βεβαίως, αρκετές φορές προκάλεσε στο κόµµα υπόγειες αντιδράσεις από τα παλαιότερα στελέχη, τα οποία παρερµήνευαν τις µεταγραφές αυτές µε το επιχείρηµα ότι αλλοιωνόταν η ιδεολογική ταυτότητα της Ν.∆. Ενώ η αλήθεια είναι ότι οι εντασσόµενοι στη Νέα ∆ηµοκρατία ήταν αυτοί που ασπάζονταν τελικώς τις ιδεολογικές αρχές του κόµµατος.

Αντιδράσεις

Επίσης, η αλήθεια είναι ότι, παρά τις υπόκωφες αντιδράσεις και µεµψιµοιρίες των παλαιών, που διεκδικούν συνήθως το µονοπώλιο της ιδεολογικής εκπροσώπησης της Ν.∆., ποτέ δεν σηµειώθηκαν σοβαρές εσωκοµµατικές αναταράξεις. Για τον απλό λόγο ότι η δυναµική εξουσίας του κόµµατος ακύρωνε και τις όποιες σκέψεις για τη δηµιουργία εσωκοµµατικών προβληµάτων.

Σε τελευταία ανάλυση, όλοι αντιλαµβάνονται, ειδικώς στη σηµερινή συγκυρία, ότι αυτό που επικρατεί των όποιων παραδοσιακών ιδεολογιών είναι η αντίληψη πως κυριαρχούσα σύγχρονη ιδεολογία για ένα κόµµα εξουσίας είναι η αποφυγή του λαϊκισµού, η αποτελεσµατικότητα και η ικανοποίηση, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του κράτους και των πραγµατικών αναγκών της κοινωνίας. Αυτό δηλαδή που και η ίδια η κοινωνία απαιτεί…

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 10 Δεκεμβρίου 2022.