Ο Κωνσταντίνος Βέφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών. Υπήρξε ο άνθρωπος που έκλεισε την αυλαία της βασιλείας στην Ελλάδα και γι' αυτόν τον λόγο η απώλειά του έχει ιδιαίτερη σημασία.

Μετά την αναχώρησή του από την Ελλάδα, το 1967, μετά το αποτυχημένο κίνημά του κατά της δικτατορίας, η χώρα δεν γνώρισε άλλον βασιλιά. Και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το δημοψήφισμα του 1974 έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα.

Η ενηλικίωση του πρίγκιπα διαδόχου Κωνσταντίνου συνοδεύεται, στις 28 Ιουνίου 1958, από την ανακήρυξή του ως αξιωματικού των τριών όπλων των Ενόπλων Δυνάμεων. Άλλωστε, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1952, με το οποίο θα ανερχόταν κάποια στιγμή στο μέλλον στον θρόνο, αν εν τω μεταξύ αυτό δεν γινόταν αντικείμενο αναθεώρησης και ειδικά ως προς αυτές τις διατάξεις, ο βασιλιάς θα είχε και τον ρόλο του αρχιστρατήγου των Ενόπλων Δυνάμεων, αν και μάλλον σε τυπικό περισσότερο επίπεδο. Όμως, τελικά, τι σημαίνει «τυπικό» και τι «ουσιαστικό»; Γιατί αυτό το ερώτημα, που στα 1958 δεν είχε καμία σημασία, μόλις λίγα χρόνια αργότερα αποδείχθηκε κολοσσιαίο για την πορεία της χώρας και της δημοκρατίας προς την καταστροφή.

Σύμφωνα με το in.gr και τον δημοσιογράφο Γεώργιο Π. Μαλούχο, όταν, το 1965, επήλθε η σύγκρουση του βασιλέως πλέον Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, τον «Γέρο της Δημοκρατίας», το κάποτε «ανούσιο τυπικό», ήταν εκείνο που έβαλε φωτιά στην Ελλάδα. Και εκεί, η ειρωνεία της ιστορίας ήταν παρούσα: η κυβέρνηση Καραμανλή πράγματι είχε επιχειρήσει να προχωρήσει σε μία τέτοια συνταγματική αναθεώρηση, στο πρώτο σχέδιο της οποίας υπήρχε η πρόβλεψη για την κατάργηση της δυνατότητας του θρόνου να έχει λόγο, έστω «τυπικό» στον κατάλογο των υπουργών της κυβέρνησης. Όμως, η Ένωσις Κέντρου είχε αντιταχθεί ολοκληρωτικά σε αυτό το σχέδιο και στην αναθεώρηση Καραμανλή.

Στην ιστορία δεν υπάρχουν «αν». Όμως, εδώ αξίζει να σημειώσει κανείς ότι «αν» εκείνο το σχέδιο είχε περάσει και το Σύνταγμα του 1952 είχε αναθεωρηθεί όπως αρχικά πρότεινε η κυβέρνηση Καραμανλή, όλη η κρίση του 1965 εις βάρος πλέον της Ενώσεως Κέντρου και του Γεωργίου Παπανδρέου θα ήταν πολύ απλά αδύνατον να εξελιχθεί… Για την ιστορία, αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όταν το 1975 ο Καραμανλής προχώρησε τελικά στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952, κατά τρόπο πολύ πιο ριζικό πλέον, αφού αυτή συμπεριέλαβε και την αλλαγή της μορφής του πολιτεύματος μετά το πολιτειακό δημοψήφισμα του 1974, στην πρώτη εκτύπωση του νέου συντάγματος τύπωσε, στην αρχή, την πρόταση του 1961…

Πίσω στην αρχή της δεκαετίας του '60, όμως, ο Κωνσταντίνος είναι πλέον στα είκοσί του χρόνια και, αν θέλει κανείς να είναι ειλικρινής, το τελευταίο που τον απασχολεί είναι η πολιτική κατάσταση. Νέος, με πολύ μεγάλη δραστηριότητα σε όλα όσα μπορεί κανείς να περιμένει ότι απασχολούν κάθε νέο της ηλικίας του, ο Κωνσταντίνος έχει δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αφενός, είναι ένας από τους πλέον περιζήτητους εργένηδες όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Και, ταυτόχρονα, είναι αποφασισμένος για κάτι που δεν περιμένει κανείς: να πάει στους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης.

Όταν αγρίεψε ο Παύλος

Όταν για πρώτη φορά είχε ενημερώσει τον πατέρα του βασιλέα Παύλο για την επιθυμία του αυτή, εκείνος τον είχε φυσικά ρωτήσει σε ποιο άθλημα θα επιθυμούσε να αγωνιστεί. Ακούγοντας τη λέξη «ιππασία», ο γενικά ήρεμος Παύλος αγρίεψε: του το απαγόρευσε κατηγορηματικά χωρίς κανένα περιθώριο συζήτησης: ο κίνδυνος τραυματισμού και βλάβης της γονιμότητάς του ήταν σοβαρός σε αυτό το άθλημα και το να τεθεί ζήτημα να μείνει η Ελλάδα χωρίς διάδοχο όταν ο Κωνσταντίνος θα γινόταν μία μέρα βασιλιάς, ήταν απλώς αδιανόητο. Έτσι, ο ίδιος άφησε την πρώτη του αθλητική αγάπη και προχώρησε με τη δεύτερη, αν και ισάξια: την ιστιοπλοΐα, η οποία τον οδήγησε, μαζί με το πλήρωμά του, στην κατάκτηση του χρυσού τίτλου και στη διεθνή δόξα. Όταν οι τρεις συναθλητές επέστρεψαν «έπεσαν τα τείχη» της Αθήνας – η πρωτεύουσα βούλιαξε…

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός ήταν οι αρραβώνες του με την πριγκίπισσα Άννα-Μαρία της Δανίας, τότε 17 χρονών, που έγιναν στη Κοπεγχάγη και την οποία ο Κωνσταντίνος είχε ήδη στο μυαλό του από πολύ νωρίτερα, στην πρώτη τους σύντομη γνωριμία, όπως κι εκείνη αυτόν. Όταν ζήτησε το χέρι της από τον πατέρα της βασιλέα της Δανίας Φρειδερίκο Θ’, μία απολαυστική σκηνή εξελίχθηκε: ο ίδιος ήταν εντελώς απροετοίμαστος για το τι θα άκουγε και τα 'χασε. Μη ξέροντας πώς να αντιδράσει, έκανε το μοναδικό: του ζήτησε να τον ακολουθήσει, άνοιξε μία πόρτα ενός σκοτεινού δωματίου και του είπε να περάσει μέσα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τον κλείδωσε. Ήταν ένα… μπάνιο. Ο νεαρός διάδοχος έμεινε άναυδος. Μετά από λίγο έφτασαν οι… ενισχύσεις: ο βασιλιάς της Δανίας (ο οποίος ήταν και ερασιτέχνης μαέστρος, ιδιαίτερα καλός, που έδινε κανονικά συναυλίες με την Εθνική Ορχήστρα της χώρας και υπάρχουν και ηχογραφήσεις του να διευθύνει έργα Μπετόβεν) είχε φέρει μαζί του τη βασίλισσα, που εξεδήλωσε την ευτυχία της οικογένειας για την πρόταση, την οποία γιόρτασαν ανοίγοντας σαμπάνια.

Σε ένα τέτοιο καλό κλίμα, σε μία ατμόσφαιρα που δεν την επηρέαζαν οι αρνητικές πολιτικές εξελίξεις που όντως ήταν καταιγιστικές, ο Κωνσταντίνος έχτιζε ουσιαστικά τον ενήλικο εαυτό του. Όχι όμως με σκοπό να ανέβει στον θρόνο σύντομα. Κάτι τέτοιο ούτε που του περνούσε από το μυαλό, ούτε και το επιθυμούσε. Με κανέναν τρόπο. Γιατί προϋπόθεσή του θα ήταν να φύγει από τη ζωή ο πατέρας του βασιλιάς Παύλος, τον οποίο λάτρευε. Ήταν ένας διάδοχος που το τελευταίο που ήθελε στη ζωή του θα ήταν να γίνει βασιλιάς, τουλάχιστον πριν την ώρα του. Όμως, η ζωή δεν ρωτά τα σχέδια κανενός. Ούτε καν των εστεμμένων…

Όταν ο γιατρός των ανακτόρων Δοξιάδης του ζήτησε να μιλήσουν, ήταν μετά την πρώτη εσπευσμένη εισαγωγή του Παύλου στον «Ευαγγελισμό», στις αρχές του 1964. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε αναλάβει να τον πηγαίνει στο νοσοκομείο οδηγώντας το αυτοκίνητο. Ο Δοξιάδης του είπε: «Δεν θα σας μιλήσω ως ιατρός προς υψηλότατο, αλλά ως άντρας προς άντρα». Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Και όταν λίγο μετά τα νέα έγιναν πλέον οριστικά και αμετάκλητα, ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια του. Η Φρειδερίκη έλειπε στις Ηνωμένες Πολιτείες και, συνεπώς, όλο το βάρος είχε πέσει στους ώμους του.

Ο εφιάλτης ενός 24χρονου

Για τον 24χρονο Κωνσταντίνο, μία λέξη εξέφραζε όλα όσα συνέβαιναν: εφιάλτης. Προσευχόταν να γυρνούσε ο χρόνος πίσω. Να επέστρεφαν τα πράγματα εκεί που βρίσκονταν πριν από την ξαφνική αρρώστια και τη ραγδαία επιδείνωσή της. Ίχνος φιλοδοξίας να γίνει βασιλιάς δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή ικανό να του δώσει την ελάχιστη ικανοποίηση για ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Τίποτα δεν μπορούσε να ισορροπήσει την απώλεια, η οποία ήρθε εντέλει στις αρχές Μαρτίου 1964. Και αμέσως ο πρίγκιπας διάδοχος γινόταν πλέον βασιλεύς των Ελλήνων, στις 6 Μαρτίου εκείνου του έτους. Με πρώτιστο καθήκον του, το πιο βαρύ όλων για τον ίδιο: να ξεχάσει το ίδιο του το πένθος και να μπορέσει να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα, για τα οποία ασφαλώς και δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο επαρκώς προετοιμασμένος, ιδίως στο περιβάλλον της πολιτικής κρίσης που ήδη σοβούσε στην Αθήνα.

Η ανακούφιση και η αλλαγή σελίδας ήρθαν πάντως λίγους μήνες αργότερα, όταν τον Σεπτέμβριο παντρεύτηκε την Άννα-Μαρία στην Αθήνα. Αυτό του έδωσε πολύ μεγαλύτερη χαρά και αισιοδοξία από την ανάδειξή του στον θρόνο. Όμως, ο συνδυασμός των δύο ήταν πλέον επαρκής για να ανοίξει το νέο κεφάλαιο της ζωής του.

Έτσι, το επόμενο διάστημα θα κυλούσε καλά. Η νέα βασιλική οικογένεια ήταν εξαιρετικά αγαπητή εντός και εκτός Ελλάδος, ενώ η σχέση του βασιλιά με τον πρωθυπουργό, τον «Γέρο της Δημοκρατίας», ήταν η καλύτερη που μπορούσε να φανταστεί. Δεν ήταν μυστικό ότι η αποχώρηση του Καραμανλή το 1963 είχε φέρει μεγάλη ανακούφιση στο παλάτι, καθώς οι σχέσεις του τότε πρωθυπουργού με τον τότε βασιλέα Παύλο και, κατά απόλυτη συνέπεια, με τον διάδοχο, βρίσκονταν πλέον στα τάρταρα.

Αντίθετα, με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος ένιωθε εξαρχής πιο άνετα και ευχάριστα απ’ ό,τι με οποιονδήποτε άλλον πολιτικό: «σχέση εγγονού βασιλέως προς παππού πρωθυπουργό» αποκαλούσε τη σχέση τους. Και έτσι πορεύθηκε αυτή η σχέση. Μέχρις εκείνη τη μοιραία ώρα, το καλοκαίρι του 1965. Όταν, ξαφνικά, τα πάντα τινάχτηκαν στον αέρα… Στη σχέση αυτή, του «εγγονού» και του «παππού», είχε πλέον προστεθεί και ένα άλλο «ενδιάμεσο» πρόσωπο που έλειπε από την «αλυσίδα» και γύρω από το οποίο πλέχθηκε όλη η τραγωδία που εξελίχθηκε στη συνέχεια στη χώρα: ο γιος, ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου.