Τους συναντά κανείς καθημερινά στις στάσεις, στις πλατείες, σε πολυσύχναστα μέρη, όμως αρκετοί τούς προσπερνούν. Ζητούν βοήθεια, αλλά ορισμένοι κάνουν πως δεν τους βλέπουν. Ο λόγος για τους αστέγους των μεγαλουπόλεων, για τους ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά για τα απαραίτητα. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι και φέτος θα κάνουν ρεβεγιόν με τη μοναξιά και θα ανταλλάξουν ευχές στα συσσίτια του δήμου και της Εκκλησίας. Ανθρωποι που περιθωριοποιήθηκαν από την Πολιτεία και απομονώθηκαν από την κοινωνία, αλλά κάποτε προσέφεραν σε αυτή. Τα «Π» συνάντησαν τις ημέρες των εορτών πέντε από αυτούς τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, τον Παύλο, τον Κώστα, τον Αλί, τον Σπύρο και τον Μανώλη, και κατέγραψαν την προσωπική τους ιστορία, αλλά και την αγωνία τους για την επιβίωση στους δρόμους της Αθήνας.

Παύλος, ο περήφανος Πόντιος

Βγαίνοντας από τη στάση του μετρό στο Σύνταγμα, επί της Πανεπιστημίου, συναντήσαμε τον Παύλο, που καθόταν ακουμπισμένος στον τοίχο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Ο Παύλος είναι 43 χρόνων και δηλώνει υπερήφανος Πόντιος στην καταγωγή. «Βρέθηκα στον δρόμο πριν από τέσσερα χρόνια, όταν δεν είχα να πληρώσω το δάνειο που είχα για ένα οικόπεδο που είχα αγοράσει», ανέφερε στα «Π» και συνέχισε: «Δούλευα στην οικοδομή, όμως η δουλειά έπεφτε διαρκώς και γρήγορα βρέθηκα να χρωστάω πολλά. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στον δρόμο και σε αυτό το καρότσι έχω πλέον όλη μου την περιουσία». Σε ερώτησή μας για το πού πηγαίνει και τρώει, ο Παύλος μάς απάντησε: «Πηγαίνω στο συσσίτιο και πολλές φορές από τα λίγα λεφτά που μου αφήνει ο κόσμος αγοράζω και κάτι».
Αλί, ένας Κούρδος από τα Χανιά: Λίγο πιο κάτω, στη διασταύρωση Ρήγα Φεραίου και Ακαδημίας, συναντήσαμε τον Αλί, έναν 32χρονο, καλόκαρδο Κούρδο, που αγαπάει την Ελλάδα. Ο Αλί ζούσε στα Χανιά και δούλευε ως ελαιοχρωματιστής. Οταν τελείωσε το καλοκαίρι, ήρθε στην Αθήνα, με σκοπό να φύγει στο εξωτερικό. «Είμαι εδώ και λίγους μήνες στον δρόμο», μας είπε και συνέχισε τονίζοντας πως «το μόνο που θέλω είναι να βγάλω λίγα λεφτά, για να μπορέσω να πάω λίγες ώρες σε ένα ξενοδοχείο, να κάνω μπάνιο, να ξυριστώ και να μπορέσω να κοιμηθώ σε ένα κρεβάτι». Ο Αλί καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης κουβέντας που είχαμε χαμογελούσε και ευχαριστούσε τους καταστηματάρχες που του δίνουν ένα σουβλάκι, ενώ για το αν θα ήθελε να γυρίσει πίσω στη χώρα του η απάντησή του ήταν «όχι». «Ο Ερντογάν δεν μας θέλει, για αυτό φύγαμε από εκεί», εξήγησε.

Ο Σπύρος... του ΠΑΣΟΚ

Στα κεντρικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ, στη Χαριλάου Τρικούπη, όλοι γνωρίζουν εδώ και χρόνια τον Σπύρο. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αστυνομικοί χαιρετούν τον 58χρονο άστεγο που κοιμάται κάθε βράδυ αγκαλιά με την κουβέρτα του στην είσοδο ενός σπιτιού στην οδό Διδότου. Το σπίτι αυτό ανήκει σε μία κυρία, που του δίνει, όπως μας είπε, και ένα πιάτο φαγητό. «Είμαι στον δρόμο από το 2013. Δεν γνώρισα ποτέ ούτε μάνα ούτε πατέρα, είχα όμως μια στέγη. Εχω αναπηρία και κοιμόμουν στο ίδρυμα αναπήρων που βρισκόταν στην οδό Τριφυλίας 23. Το ίδρυμα αυτό το γκρέμισαν και το έκαναν πάρκινγκ». Οπως μας εξομολογήθηκε, αυτό ήταν η αρχή του κακού, καθώς μετά, το 2011, η Εφορία τού έκοψε την αναπηρική σύνταξη. «Ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί», μας είπε, ενώ για τη ζωή στον δρόμο μάς ανέφερε πως «είναι δύσκολα και επικίνδυνα εδώ. Κάθε μέρα σχεδόν πέφτουν Μολότοφ».

Μανώλης, ο Θεσσαλονικιός

Στον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι συναντήσαμε τον Μανώλη, έναν καλόκαρδο, αδύνατο άνδρα, 70 ετών, από τη Θεσσαλονίκη, που πουλούσε χαρτομάντιλα. «Οταν ήρθα από τη Θεσσαλονίκη, δούλευα στα παλιά σίδερα στο Μοναστηράκι», μας ανέφερε και συνέχισε να μας αφηγείται την προσωπική του ιστορία. «Στη συνέχεια, παντρεύτηκα και, όταν χώρισα, πήρα την κάτω βόλτα. Δεν είχα πού να μείνω, το ένα κακό έφερε το άλλο και γρήγορα έμεινα και χωρίς δουλειά. Από τότε δεν μπόρεσα να ξανασταθώ στα πόδια μου και τώρα πουλάω χαρτομάντιλα για να ζήσω. Τρώω από αυτό που μου δίνει ο κόσμος και όποτε πέφτω για ύπνο στο παγκάκι θυμάμαι το σπίτι μου». Η εξομολόγησή του αυτή φόρτισε την ατμόσφαιρα και όταν τον ρωτήσαμε για την οικογένειά του και για το αν έχει παιδιά ο αξιοπρεπέστατος κύριος Μανώλης έβαλε τα κλάματα χωρίς να απαντήσει.

Αλί ένας Κούρδος από τα Χανιά

Λίγο πιο κάτω στη διασταύρωση της Ρήγα Φεραίου και Ακαδημίας συναντήσαμε τον Αλί, έναν 32χρονο καλόκαρδο Κούρδο που αγαπάει την Ελλάδα. Ο Αλί ζούσε στα Χανιά και δούλευε ως ελαιοχρωματιστής, όταν τελείωσε το καλοκαίρι ήρθε στην Αθήνα με σκοπό να φύγει στο εξωτερικό. «Είμαι εδώ και λίγους μήνες στο δρόμο» μας είπε και συνέχισε τονίζοντας πως «το μόνο που θέλω είναι να βγάλω λίγα λεφτά για να μπορέσω να πάω λίγες ώρες σε ένα ξενοδοχείο για να κάνω μπάνιο, να ξυριστώ και να μπορέσω να κοιμηθώ σε ένα κρεβάτι». Ο Αλί καθ’ όλη τη διάρκεια της σύντομης κουβέντας που είχαμε χαμογελούσε και ευχαριστούσε τους μαγαζάτορες που του δίνουν ένα σουβλάκι, ενώ για το αν θα ήθελε να γυρίσει πίσω στην χώρα του η απάντηση του ήταν «Όχι, ο Ερντογάν δεν μας θέλει για αυτό φύγαμε από εκεί, πιστεύαμε πως εδώ θα είναι καλύτερα, όμως και εδώ δουλειές δεν υπάρχουν, εδώ όμως υπάρχει ελευθερία».

Κώστας, ο χαμογελαστός γίγαντας

Λίγα μέτρα πιο κάτω, στην οδό Μεγάλου Βασιλείου, κοντά στο Γκάζι, συναντήσαμε τον Κώστα, έναν χαμογελαστό γίγαντα από την Τασκένδη, ο οποίος ζει εδώ και 19 χρόνια στην Ελλάδα. Ο Κώστας είναι από τους ανθρώπους που γρήγορα κάνουν φίλους, εξωστρεφής, ευπροσήγορος και νοικοκύρης. Εχει φτιάξει έναν περιποιημένο χώρο για τα πράγματά του, που θυμίζει υπαίθριο σπίτι. Η περιπέτεια του 65χρονου ξεκίνησε όταν πέθανε η σύζυγός του πριν από τέσσερα χρόνια. «Δεν μπορούσα να συντηρήσω το σπίτι που είχαμε. Δουλειά στην οικοδομή δεν υπήρχε, σύνταξη δεν είχα και έτσι πέρασε γρήγορα το σπίτι στην τράπεζα. Επειτα από έναν χρόνο βρέθηκα στον δρόμο». Ο κύριος Κώστας, χαμογελαστός όπως ήταν, μας ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον που δείξαμε και κατέληξε λέγοντας: «Εχω δύο παιδιά και δύο εγγόνια. Δεν θέλω να τους γίνομαι βάρος».

ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μας άνοιξαν την καρδιά τους και μας εξομολογήθηκαν το δράμα τους θα μπορούσαν να έχουν ένα διαφορετικό μέλλον, αν υπήρχε ένα πραγματικό κοινωνικό κράτος, που θα τους βοηθούσε τόσο στην αποκατάσταση όσο και στην επανένταξή τους. Δυστυχώς, όμως, λίγο πριν από το 2018 υπάρχουν αρκετοί συνάνθρωποί μας που παλεύουν για την επιβίωσή τους και όχι για την αξιοπρεπή διαβίωση, έχοντας ως συμμάχους τους δεκάδες εθελοντές από διάφορες δομές, οι οποίοι έρχονται να καλύψουν το κενό που αφήνει η Πολιτεία.
Μία από τις δομές αυτές είναι το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ). Οπως τόνισε στα «Π» η πρόεδρος του Δ.Σ. του ΚΥΑΔΑ, Ελένη Κατσούλη, «διαθέτουμε δύο ξενώνες, στους οποίους έχουμε τη δυνατότητα να φιλοξενήσουμε 212 άτομα, στα οποία παρέχουμε σίτιση, ψυχολογική υποστήριξη καθώς και ιατρική παρακολούθηση». Η ίδια συνέχισε υπογραμμίζοντας πως «βασική δράση μας είναι το ανοιχτό σε όλους συσσίτιο, το οποίο πραγματοποιείται (αδιάλειπτα από το 1999) στην αυλή μας, επί της οδού Σοφοκλέους 70, δύο φορές την ημέρα, μία φορά στις 12.00 και μία στις 16.30, κάθε ημέρα του χρόνου. Καθημερινά μάλιστα προσφέρονται συνολικά περίπου 1.200 γεύματα, τα οποία προσφέρει δωρεάν η ΜΚΟ “Αποστολή” της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών».
Η ΜΚΟ «Αποστολή» είναι ακόμα ένας φορέας κοινωνικού έργου που, εκτός από το κεντρικό συσσίτιο που προσφέρει σε τακτική βάση, στηρίζει και αγκαλιάζει με όποιον τρόπο μπορεί τους απόρους και τους αστέγους του λεκανοπεδίου. Οπως ανέφερε στα «Π» ο υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων της ΜΚΟ «Αποστολή», Γιάννης Πεταλάς, «βγαίνουμε καθημερινά και τα βράδια στο κέντρο της Αθήνας με ομάδες από εθελοντές και προσφέρουμε στερεά τροφή, ζεστό φαγητό, ρουχισμό, κλινοσκεπάσματα, κουβέρτες και φάρμακα και προσπαθούμε να είμαστε δίπλα σε απόρους και αστέγους, όπως μας έχει ζητήσει και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος, ο οποίος είναι πρόεδρος του φιλανθρωπικού οργανισμού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών».