Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης παρουσίασαν σήμερα στο υπουργικό Συμβούλιο την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής.

Ανάμεσα στις σημαντικές ενδείξεις ταχείας και ισχυρής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, όπως τόνισαν οι δύο υπουργοί, είναι η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, η ισχυρή αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών, η σημαντική αύξηση των καταθέσεων και η ενίσχυση της ζήτησης μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης, η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, η ενίσχυση του οικονομικού κλίματος, το σταθερά χαμηλό κόστος δανεισμού της ελληνικής οικονομίας, η ενίσχυση του τουρισμού σε σχέση με το 2020, η προκαταβολή και η εκταμίευση δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης, η αποτελεσματική στήριξη της Πολιτείας σε πληττόμενα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η επέκταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης τόσο για το 2021, όσο και για το 2022.

Περαιτέρω, η στοχευμένη ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με τη σταδιακή μετάβαση σε μέτρα επανεκκίνησης της οικονομίας, η υλοποίηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση περαιτέρω μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, η διατήρηση ισχυρών ταμειακών αποθεμάτων, μέσα από την υλοποίηση συνεπούς, έξυπνης και διορατικής εκδοτικής στρατηγικής, η επίτευξη βιώσιμης πιστωτικής επέκτασης, μέσα από την περαιτέρω ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος, η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και αποκρατικοποιήσεων, η ορθολογική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων και η διαμόρφωση ενός πιο ευέλικτου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου είναι οι βασικοί άξονες της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής που διαμορφώνουν συνθήκες υψηλής ανάπτυξης με αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.

Όπως τονίστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας σε συνδυασμό με τα οικονομικά μέτρα στήριξης συνολικού ύψους 41 δισ. ευρώ που υλοποιούνται, η υιοθέτηση της γενικής ρήτρας διαφυγής για τα έτη 2020, 2021 και 2022, η κατάρτιση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που αναμένεται να κινητοποιήσει πόρους 59 δισ. ευρώ τα επόμενα έτη, αλλά και η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την σημαντική βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας, θέτουν τις βάσεις για μια ισχυρή ανάπτυξη την επόμενη τετραετία σε ένα εντελώς διαφορετικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Για αυτό το σκοπό είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ενός νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής που ενσωματώνει τις πολιτικές που έχουν θεσμοθετηθεί, αλλά και τα νέα ανώτατα όρια δαπανών των Υπουργείων και φορέων, επιτρέποντας την υλοποίηση του Κυβερνητικού σχεδίου για ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο της γενικής ρήτρας διαφυγής -που αρχικά αφορούσε τα έτη 2020 και 2021 και πρόσφατα αποφασίστηκε να ισχύσει και για το 2022- αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές όσο και μεταξύ των εταίρων και πιστωτών της. Αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά. Στο πλαίσιο της ευελιξίας που προσφέρει η γενική ρήτρα διαφυγής σε συνδυασμό με την ρευστότητα που αντλήθηκε από την επιτυχή εκδοτική δραστηριότητα και την αξιοποίηση ευρωπαϊκών μέσων στήριξης, η κυβέρνηση σχεδίασε και υλοποιεί ένα ευρύ πλέγμα παρεμβάσεων στήριξης των κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την πανδημία, οι οποίες αγγίζουν τα 41 δισ. ευρώ την περίοδο 2020-2022.

Εκκινώντας από την θετική επίδραση των ανωτέρω παρεμβάσεων στήριξης και συνεχίζοντας με την πλήρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπως εκτιμά το υπουργείο Οικονομικών, η ανάπτυξη το τρέχον έτος εκτιμάται στο 3,6%, ενώ για το 2022 προβλέπεται στο 6,2% και για την υπόλοιπη περίοδο του ΜΠΔΣ αναμένεται κατά μέσο όρο ανάπτυξη της τάξης του 4%. Η ανάπτυξη φέτος είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερη αν επιβεβαιωθούν και στους επόμενους μήνες οι πολύ θετικές εξελίξεις που κατέγραψε για το ΑΕΠ η ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2021. Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020.

Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Το Σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, φιλικό στο περιβάλλον οικονομικό μοντέλο, με ένα φορολογικό σύστημα που στοχεύει στην ανάπτυξη και ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Πρόκειται όπως τόνισε ο Υπουργός Οικονομικών για ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.

Οι συνολικοί πόροι του Σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια. Η κυβέρνηση το χαρακτηρίζει ως μια μοναδική ευκαιρία για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας με στόχο οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ, δηλ. διπλάσιοι από το μέγεθος του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η ανάπτυξη θα εστιάσει σε τέσσερις πυλώνες: την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απασχόληση - δεξιότητες - κοινωνική συνοχή και τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Δημοσιονομικά για φέτος εκτιμάται ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,1% του Α.Ε.Π., το 2022 σε έλλειμμα 0,5% του Α.Ε.Π., ενώ από το 2023 θα επανέλθουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα σταδιακά αυξανόμενα, που στο σενάριο βάσης ανέρχονται σε 2% το 2023, 2,8% το 2024 και 3,7% το 2025.

Δείτε την παρουσίαση του υπουργείου Οικονομικών ΕΔΩ.