Σύμφωνα με την ελληνική θυμοσοφία, η μάνα του Πελέ είναι εκείνη που κλαίει, και μάλιστα σε παροντικό χρόνο, αλλά υπήρχαν περιπτώσεις που ο κορυφαίος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, που πριν ένα χρόνο, στις 29 Δεκεμβρίου, βύθισε το πένθος τη Βραζιλία και το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, με την είδηση του θανάτου του, ήταν εκείνος που προσπαθούσε να μην αφήσει να εκχυθούν οι διάφανοι γυρίνοι που γυρόφερναν στην άκρη των ματιών του.

Ο Πελέ υπήρχε πάντα ενοχικός: από μικρό παιδί, όταν άκουγε στο όνομα Έντσον, το οποίο του έδωσε ο πατέρας του εντυπωσιασμένος από το ηλεκτρικό ρεύμα που έφτασε στην πολιτεία Μίνας Γκεράις και την περιοχή της, Τρες Κορασόες, και με αυτό τιμούσε τον ευεργέτη Τόμας Έντισον, ένιωθε ισόποσα τύψεις και απόλαυση για κάτι που ενδεχομένως να του έμοιαζε με παρανομία: είτε όταν μάζευε τα πεσμένα μήλα από τη μηλιά, όταν πουλούσε ξηρούς καρπούς έξω από σινεμά προκειμένου να μαζέψει χρήματα για την ομάδα του, που μέχρι τότε ονομαζόταν “Οι απαπούτσωτοι”, για να πάρει μέρος σε ένα τουρνουά που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του, είτε όταν η δασκάλα του, τελείως απελπισμένη από την έμφυτη αταξία, τσαλάκωνε χαρτοπετσέτες και τις έβαζε στο στόμα του για να μη μιλάει, O tempora o mores.

Το ποδόσφαιρο υπήρξε η απόλυτη λύτρωσή του: ο Πελέ μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και να επαινείται σε εκείνο το βαθμό που θα εξαφανίζονταν οι εφιάλτες που τον καταδυνάστευαν από μικρό παιδί και τον έκαναν να ξυπνά κάθιδρος έως… ούλων. Το αποτύπωμά του στο μύθο είναι φαρδύπλατο, τέτοιο που μάλλον πρέπει να εισαχθεί στην αιώνια φορολογική δήλωση που το ποδόσφαιρο υποβάλλει στην εφορία της ζωής.

Ο Πελέ ήταν μοναδική στα χρονικά περίπτωση, γι’ αυτό κιόλας υπήρξε θρύλος και απήλαυε σεβασμό, παρ’ ότι υπήρξαν πολλοί που τον κατηγορούσαν για τσιγκουνιά και υπέρμετρη διπλωματία, ειδικά όταν εμφανιζόταν ως σχεδόν πρεσβευτής της FIFA, μην υπολογίζοντας -διότι ποτέ δεν γίνεται- τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε και το βιορυθμό του.

Ούτως ή άλλως, εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ως μέτρο σύγκρισης στην Ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων. Όταν ο Κιλιάν Εμπαπέ σκόραρε στο 4-2 της Γαλλίας επί της Κροατίας στη Μόσχα, το 2018, έγινε ο πρώτος έφηβος που το έκανε μετά τον Πελέ. Ο Λιονέλ Μέσι και ο Κριστιάνο Ρονάλnτο τον προσπέρασαν σε γκολ σε επίσημες συμμετοχές, ενώ στη Βραζιλία προσφάτως, τον Σεπτέμβριο του 2023, όταν έβαλε το 78ο και το 79ο γκολ του στο 5-1 επί της Βολιβίας για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2026, ο Νεϊμάρ τον προσπέρασε στην κορυφή των σκόρερ για την εθνική ομάδα. Αυτό που δεν πρόκειται ουδέποτε να ξεπεραστεί, είναι ο τρόπος που επηρέασε το ποδόσφαιρο με τη “σελεσάο” το 1970, κάτι που παρομοιάστηκε μόνο με τα βήματα που έκανε ο Νιλ Άρμστρονγκ στο Φεγγάρι, ένα χρόνο πριν. Η Βραζιλία του υπήρξε μοναδική στο είδος της και εκείνος, με όλες τις δυσκολίες που προέκυψαν -την κόντρα με τον Τέλε Σαντάνα, τις κατηγορίες ότι συμφώνησε με το δικτατορικό καθεστώς για να φύγει και να βρεθεί στη θέση του ο Μάριο Λόμπο Ζάγκαλο- έδωσε στον κόσμο της τέχνης μια φωτογραφία υψηλής αισθητικής, στους ώμους των Μεξικανών που εφόρμησαν στον αγωνιστικό χώρο του “Αζτέκα” στις 21 Ιουνίου 1970, μετά το 4-1 επί της Ιταλίας.


Πελέ: Σώθηκε από μία κουδουνίστρα

Από τη μήτρα των ήχων βγαλμένη, σχεδόν ακατέργαστη και με αμφιβολία για το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με το αρχέγονο, η σάμπα έγινε δεύτερη φύση των Βραζιλιάνων. Το χρώμα στην τηλεόραση, το 1970, συνδυάστηκε με το λίκνισμα των μελαψών αερικών της Λατινικής Αμερικής, γήινων, σε μια μουσική που η ζούγκλα συναντούσε το φρενήρες. Οι οπαδοί της ομάδας του Ζάγκαλο, που κατέκλυσαν το Μεξικό, ελάχιστη παραίνεση χρειάζονταν προκειμένου η μέση τους να διευρύνει το πεδίο έλξης και λαγνείας και να τους καταστήσει κοσμαγάπητους.

Όμως η σάμπα εκτελούνταν και σε κλειστούς χώρους. Δεν ήταν απαραίτητο το γήπεδο ή οι ανοιχτοί χώροι για να λειτουργήσει αφορμητικά. Στο λεωφορείο που πήγαινε τη Βραζιλία στα παιχνίδια της, η ατμόσφαιρα ήταν εκείνη του Καρναβαλιού, που, για να λειτουργήσουν οι λέξεις τουριστικά, μόνο στο Ρίο απαντάται στην τόσο γήινη μορφή που τρέφει μια ζωογόνο και υπερτροφική συγκίνηση. Η ραμπαιλική μουσική κατέκλυζε την ψυχή των ποδοσφαιριστών του Ζάγκαλο, που, εφοδιασμένοι με τύμπανα και κουδουνίστρες, έκαναν το όχημα να μοιάζει με παραλία στην οποία διεξάγεται ένα μουσικό φεστιβάλ, προορισμένο να αλλάξει τον κόσμο μόνο μέσω της χαράς και του αγκαλιάσματος.

Κάθε παιχνίδι, από την πρεμιέρα με την Τσεχοσλοβακία έως τον ημιτελικό με την Ουρουγουάη, η σάμπα έμοιαζε με προσευχής για τους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές, με τα σχεδόν ψεύτικα, τόσο που ταίριαζαν με την εισβολή του τηλεχρώματος, κίτρινα και μπλε στη φανέλα και το σορτσάκι.

Και εκείνο το πρωινό του τελικού, που ο οδηγός πορευόταν με προορισμό το “Αζτέκα” και την κατάκτηση του τρίτου τροπαίου “Ζιλ Ριμέ”, το οποίο η Ομοσπονδία της Βραζιλίας θα έβαζε στην τροπαιοθήκη της οριστικά και αμετάκλητα, τα τύμπανα έκρουαν και οι κουδουνίστρες δονούνταν.

Μία από αυτές βρισκόταν στο χέρι του Πελέ, που στα 29 του ήταν ο ηγέτης της ομάδας, το σύμβολό της -και μάλιστα η επιστροφή του στη γνώριμη φόρμα του ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα που έψαχνε τον εαυτό του, έμοιαζε με ανάνηψη- και ο μόνος, πλην του προπονητή του, με τον οποίο 12 χρόνια πριν, στη Σουηδία, στα νάματα του θρύλου, ήταν συμπαίκτες, που είχε παίξει σε τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου με την εθνική ομάδα.

Τραγουδούν τη σάμπα. Ο Ζαϊρζίνιο, που το κέφι του αντικατοπτριζόταν στο διασκελισμό του μέσα στο γήπεδο, ένα ξέφρενο αγρίμι αν το είχε ζωγραφίσει ο Κλοντ Μονέ, ηγούνταν των χτυπημάτων και των φωνών. Η μέρα είναι βροχερή και οι ρόδες τρίβονται με το δρόμο. Τα σύννεφα στον ουρανό αφήνουν τον ήλιο σε δεύτερο ρόλο, ένας απών πρωταγωνιστής.

Είναι ακριβώς τότε που ο Πελέ ξεκινά να κλαίει. Κλαίει με λυγμούς και αντιλαμβάνεται ότι εκείνη η κίνηση μπορεί ακόμα και να επηρεάσει τις ισορροπίες αν τον δει κάποιος από την ομάδα. “Είχα μια κουδουνίστρα στο χέρι και υποκρίθηκα ότι μου έφυγε κάτω από τη θέση του λεωφορείου. Έμεινα σκυμμένος εκεί μέχρι να σταματήσω το κλάμα. Δεν ήθελα να με δουν. Ήμουν, εξάλλου, ο πιο έμπειρος παίκτης εκεί και ήθελα να μεταδώσω ηρεμία”, είπε αργότερα στον Άντριου Ντάουνι, συγγραφέα του “The Greatest Show on Earth: The Inside Story of the Legendary 1970 World Cup”.

Ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής της πιο χαρούμενης ομάδας όλων των εποχών κλαίει πριν τον τελικό. Ο κόσμος βλέπει σε εκείνη τη Βραζιλία κάτι το ακλόνητο, κάτι που υπάγεται στο μυθιστόρημα. Και όπως κλαίει ο Πελέ, γίνονται αντιληπτά το ευάλωτο, η αμφιβολία, ο τρόπος με τον οποίο ο ποδοσφαιρόφιλος αγνοεί ότι τα συναισθήματα βρίσκουν εκείνους που προορίζονται να γίνουν το ένα δεύτερο στον πίνακα του Μιχαήλ Αγγέλου, αυτοί που ακούμπησαν τον ήλιο.

Κι ενώ ο Πελέ παραμένει, ένα χρόνο από το θάνατό του, ερωτηματικό, η σαγήνη γιγαντώνεται και γίνεται αναπόφευκτη. Τουλάχιστον δείχνει ότι η ύπαρξή της δεν χρειάζεται να συμβαδίζει με τη βεβαιότητα και τη σιγουριά. Οι ποιητές, καταραμένοι και μη, μπορούν να επιβεβαιώσουν.