Ένας εθνικισμός, πρωτογενώς, είναι η ιδεολογία που διέπει ένα εθνικό κράτος. Όλα τα εθνικά κράτη έχουν έναν. Πρόκειται για ένα αφήγημα που ομαδοποιεί ορισμένες «συνέχειες» (όχι πλέον φυλετικές αλλά πολιτισμικές, γλωσσικές και ιστορικές) και μέσα από μια διαδικασία υπερτονισμού κάποιων και απόκρυψης κάποιων άλλων τις καθιστά ομογενοποιητικά χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού σε ένα συγκεκριμένο έδαφος. Αυτό το αφήγημα συνιστά τον «λίγο ύπαρξης» του κράτους, πάνω στον οποίο θεμελιώνονται οι κοινές επιδιώξεις των πολιτών του, όπως αποτυπώνονται πρωτίστως στο Σύνταγμά τους.

Ευτυχώς, όμως, στα σύγχρονα κράτη, η ύπαρξη του εθνικισμού δεν κυριαρχεί σε κάθε πτυχή της ζωής. Ή μάλλον, ακριβέστερα, ο εθνικισμός ως βασικό αφήγημα της συνύπαρξης στο πλαίσιο ενός κράτους μπορεί να συνυπάρχει με τον αναστοχασμό πάνω στις ιστορικές συνθήκες δημιουργίας αυτού του εθνικισμού – και αυτή η δραστηριότητα να ενθαρρύνεται αντί να καταστέλλεται. Μ’ άλλα λόγια, μπορώ να είμαι Έλληνας και ταυτόχρονα να ξέρω ότι η ταυτότητά μου αυτή είναι προϊόν μιας εθνογέννεσης που πήρε μορφή τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Μπορώ να ξέρω ότι δεν υπάρχει καμιά αναλλοίωτη «συνέχεια» που να με συνδέει ως Έλληνα με τον Μέγα Αλέξανδρο, και παρόλα αυτά να βιώνω την ταυτότητά μου απολύτως λειτουργικά. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Πρέπει, μ’ άλλα λόγια, να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στον εθνικισμό ως ιστορικό φαινόμενο, το οποίο μ΄έναν τρόπο μας περιλαμβάνει όλους, και στον εθνικισμό ως πολιτική άποψη που διαμεσολαβεί κάθε πτυχή της ζωής μας, όπως τη ζούμε ατομικά και συλλογικά. Και, προκειμένου να κάνουμε εμείς αυτή τη διάκριση, πρέπει πρωτίστως να την κάνει ο δημόσιος πολιτικός λόγος, ο λόγος των κάθε λογής θεσμών αλλά πάνω από όλα ο λόγος της επίσημης παιδείας.

Το γεγονός ότι δεν γίνεται αυτή η διάκριση εκεί όπου πρέπει είναι φανερό από την ύπαρξη συλλαλητηρίων σαν το χθεσινό. Κάποιοι επισημαίνουν ότι όλοι όσοι διαδήλωσαν δεν είναι ακροδεξιοί. Σωστό είναι αυτό. Κάποιοι τους επισημαίνουν ότι πρόκειται για «αγνούς», «αυθόρμητους» πατριώτες. Ας το δεχτούμε και αυτό.

Το να διαδηλώνει όμως κάποιος ως «αγνός» και «αυθόρμητος» πατριώτης υπό το πρόταγμα πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» σημαίνει ότι έχει καταστήσει τον εθνικισμό αποκλειστικό ρυθμιστή της πολιτικής του συμπεριφοράς. Όπως ακριβώς τον δίδαξε να κάνει ο δημόσιος πολιτικός λόγος, ο λόγος των κάθε λογής θεσμών και ο λόγος της επίσημης παιδείας. Το ότι η Μακεδονία δεν είναι μία και δεν είναι μόνο ελληνική όχι μόνο αδυνατεί να το δει ως αδιαμφισβήτητο ιστορικό δεδομένο αλλά το βιώνει και ως επίθεση στην ίδια του την υπόσταση, ως βαθύτατο τραύμα.

Κάποιοι έχουν ευθύνη για τη διαιώνιση αυτού του φαινομένου. Και κάποιοι επιδιώκουν να το εκμεταλλευτούν σήμερα. Το χθεσινό συλλαλητήριο δείχνει ότι δεν τους έχει ξεπεράσει η εποχή, όπως λεγόταν τις προηγούμενες μέρες. Δείχνει ότι έχουν ακόμη δύναμη. Ότι ορίζουν ακόμη τις τύχες ενός μεγάλου μέρους των πολιτών αυτής της χώρας.