Το ζήτημα της τύχης των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που κατέφυγαν στη χώρα μας, ζητώντας πολιτικό άσυλο, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, έχει υποβαθμιστεί στην επικαιρότητα το τελαυταίο διάστημα, ίσως λόγω της έξαρσης του Μακεδονικού, ίσως λόγω της κόπωσης που επιφέρει η περιπλοκότητα και η διάρκειά του. Κι αυτό παρά τις αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσες πτυχές του πιο πρόσφατου επεισοδίου, όπου, μάλλον αναμενόμενα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε πως η απόφαση της Διεύθυνσης Αλλοδαπών να θέσει εκ νέου υπό κράτηση τον τούρκο αξιωματικό είναι σύννομη. Σύμφωνα με το δικαστήριο, «η ατομική συμπεριφορά του, όπως η παράνομη είσοδος στη χώρα, συνιστά για τη Διοίκηση σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και για την εθνική ασφάλεια». Για το δε ενδεχόμενο της υποχρεωτικής διαμονής του αξιωματικού σε συγκεκριμένη κατοικία υπό αστυνομική επιτήρηση, το δικαστήριο υποστηρίζει ότι είναι ανέφικτο, καθότι κινδυνεύει η προσωπική ασφάλειά του.

Έτσι, λοιπόν, ο Τούρκος αξιωματικός θα παραμείνει φυλακισμένος τουλάχιστο ωσότου εκδικαστεί το αίτημα ακύρωσης του Ελληνικού Δημοσίου για την απόφαση παροχής ασύλου από την αρμόδια επιτροπή, στις 15 Φεβρουαρίου. Η διαδικασία ασύλου για τους άλλους 7 τούρκους αξιωματικούς βρίσκεται σε εξέλιξη. Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες από την πλευρά του, στο πλαίσιο της νομικής υποστήριξης που προσφέρει στους αξιωματικούς, έχει υποβάλει μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου για την παράνομη σύλληψη και θέση υπό κράτηση του Τούρκου στρατιωτικού.

Πιστεύω ότι παρά το γεγονός ότι αδιαμφισβήτητα υπάρχουν κι άλλες ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην επικαιρότητα και παρά την κόπωση που η επιμονή σ’ ένα περίπλοκο θέμα μπορεί να επιφέρει, δεν πρέπει να τραβάμε το βλέμμα μας καθόλου από αυτή την υπόθεση. Διότι η, με τη στενή έννοια, μοίρα των οκτώ αξιωματικών δεν είναι το μόνο σημαντικό θέμα εδώ. Εξίσου σημαντικό –και ίσως, από τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, σημαντικότερο– είναι το τι προσπαθεί να κάνει η κυβέρνηση. Για να το πω απλά, μολονότι στην Ελλάδα η έκδοση κρατουμένων αποφασίζεται από τα δικαστικά συμβούλια και η παροχή ασύλου από τις αρμόδιες επιτροπές, η ελληνική κυβέρνηση δεν δίνει την εικόνα πως παραμένει αμέτοχη.

Καταρχάς, από την ημέρα της άφιξης των αξιωματικών στην Ελλάδα, και παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης ότι σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, έχουμε γίνει μάρτυρες σωρείας δηλώσεων ότι «οι πραξικοπηματίες είναι ανεπιθύμητοι» τόσο από διάφορα κυβερνητικά στελέχη όσο και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Πέραν της καταστρατήγησης του τεκμηρίου αθωότητας που αντιπροσωπεύουν τέτοιες δηλώσεις, δεν είναι παράλογο να αισθανθεί κανείς καχύποπτος ότι αποπειρώνται μια κάποια άσκηση επιρροής στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και των επιτροπών ασύλου.

Σαν να μην έφτανε αυτό, όταν πλέον ο Άρειος Πάγος είχε τελεσίδικα αποφασίσει κατά της έκδοσης των οκτώ, ο υπουργός Δικαιοσύνης έκρινε σκόπιμο να δηλώσει ότι ο ποινικός κώδικας προσφέρει και «άλλες δυνατότητες». Αρκετούς μήνες αργότερα, έριξε εκεί έξω και την ιδέα πως, ενδεχομένως, οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να δικαστούν εδώ – παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος του σκεπτικού του Αρείου Πάγου τεκμηριώνει ακριβως ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής τους.

Για να φτάσουμε, έτσι, στην τελευταία μέχρι στιγμής πράξη του δράματος, όπου εναντίον της απόφασης της επιτροπής ασύλου να παράσχει άσυλο στον πρώτο από τους οκτώ, η κυβέρνηση –μέσω του υπουργού Μεταναστευτική Πολιτικής– προσέβαλε δικαστικά την απόφαση. Και ο κ. Μουζάλας δήλωσε πως δεν είναι «πεπεισμένος» ότι δεν είναι πραξικοπηματίες. Μετά, ήρθε η αστυνομία.

Αυτή είναι μια απλή παράθεση γεγονότων. Και γεννά, πιστεύω, άσχετα με το αν κανείς γενικά είναι φίλα ή όχι προσκείμενος στην κυβέρνηση, το πολύ σοβαρό ερώτημα: τι προσπαθούν να κάνουν τα κυβερνητικά στελέχη και ο πρωθυπουργός; Γιατί αυτή η –συν τοις άλλοις απρόσεχτη, ασυγκρότητη, σχεδόν αυθάδης– διαρκής παρέμβαση σε κάτι που στο κάτω κάτω είναι εκτός της κυβερνητικής ευθύνης;

Είναι αλήθεια ότι οι σχέσεις με την Τουρκία αποτελούν ένα ευαίσθητο πεδίο – ακόμη περισσότερο αφότου ο Ταγίπ Ερντογάν εξαπέλυσε την εκστρατεία του για απόλυτη προσωπική κατίσχυση. Είναι επίσης αλήθεια ότι η περίφημη «Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας» για τους πρόσφυγες, όπου η Ελλάδα έχει συνομολογήσει πως η Τουρκία αποτελεί «ασφαλή χώρα», έρχεται σε αντίθεση με αποφάσεις που απορρίπτουν την έκδοση ή παρέχουν άσυλο λόγω κινδύνου καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έστω, λοιπόν, ότι πράγματι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να προβληματίζεται για τέτοιου είδους διπλωματικούς σκοπέλους. Γιατί πιστεύει ότι αυτά που κάνει βοηθούν;   Ποιος είναι ο πολιτικός στόχος εδώ;

Η απορία είναι πραγματική. Διότι πέραν από μια σπασμωδική συνειδητοποίηση ότι το θέμα των οκτώ είναι «καυτό», δεν φαίνεται εδώ να υπάρχει τίποτε άλλο από μια σειρά κάκιστες επιλογές, που αντί να εξοπλίζουν την πολιτεία να υπερασπιστεί την ανεξάρτητη λειτουργία των οργάνων της απέναντι στην αδιαμφισβήτη διπλωματική δυσκολία, εμφανίζουν την κυβέρνηση να βρίσκεται σε πόλεμο με τους θεσμούς του κράτους.