Υποσχόμενος νέες προσλήψεις στο Δημόσιο, ο πρωθυπουργός συνέδεσε την πρωτότυπη εξαγγελία του και με τον περιορισμό της μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό. Προσλαμβανόμενοι στο Δημόσιο, οι αναζητούντες απασχόληση θα βρουν θέση εργασίας και θα πάψουν να φεύγουν προς κράτη… αλγεινής διαβίωσης, όπως η Ελβετία, η Γερμανία ή η Βρετανία. Ενδεχομένως, μένοντας εδώ, θα συνυπολογίσουν στα θετικά και ότι δεν θα τους χαρακτηρίσει προδότες ο Καζάκος.

Ενας σαρκαστικός ακροατής θα επισήμαινε ότι, εάν η θέση στο Δημόσιο απέτρεπε την έξοδο, τα πάλαι ποτέ κράτη του υπαρκτού (στην πραγματικότητα, και τότε ανύπαρκτου) σοσιαλισμού δεν θα χρειάζονταν ούτε Τείχος του Βερολίνου ούτε Σιδηρούν Παραπέτασμα. Με άφθονη την απασχόληση στο Δημόσιο, οι πολίτες τους θα έμεναν εκεί εκουσίως - και τα σύνορα θα φυλάσσονταν μόνο για να περιορίσουν το ρεύμα των ξένων που θα προσέτρεχαν εποφθαλμιώντες τα οφέλη.

Δυστυχώς, η φυγή των Ελλήνων δεν προσφέρεται για σαρκασμό. Η χώρα χάνει ανθρώπινο κεφάλαιο - και μάλιστα όχι «γκασταρμπάιτερ», αλλά επιστήμονες και ειδικευμένους εργαζόμενους. Μαζί με το παραγωγικό δυναμικό που απόλλυται (γιατροί και μηχανικοί που ίσως αύριο λείψουν) και τα επενδεδυμένα χρήματα που ωφελούν τρίτες χώρες (οι σπουδές των μεταναστευόντων επιστημόνων έχουν κατά μεγάλο μέρος πληρωθεί από τον φορολογούμενο), χάνεται και ένα πολιτισμικό στήριγμα: Οι εισρέοντες μετανάστες -κατά πλειοψηφία- δεν στερούνται μόνο το επιστημονικό επίπεδο των απερχομένων, αλλά και την «ημετέραν παιδείαν», κάτι που σε συνδυασμό με τη δημογραφική αναιμία -και χωρίς κανέναν φυλετικό ή άλλον υπαινιγμό- γεννά ζητήματα εθνικής συνέχειας.

Χωρίς να αμφισβητώ ότι κύριο αίτιο της μετανάστευσης είναι τα βιοποριστικά ζητήματα, πιστεύω ότι δεν έχουμε σταθεί αρκετά στο πλέγμα των παραγόντων που τροφοδοτούν την ελληνική «ορμή προς τη Δύση». Εν πρώτοις, ο ίδιος ο βιοπορισμός, όταν μιλάμε για ειδικευμένο προσωπικό, μάλλον δεν είναι μια θέση στο Δημόσιο - είτε του Τσίπρα σήμερα είτε του Σαμαρά ή του Γιωργάκη παλαιότερα. Προ έτους και πλέον, νοσηλευτής που μετανάστευσε στη Βρετανία χαρακτήρισε (στα «Νέα») την απασχόλησή του στο εκεί ΕΣΥ «εργασιακό παράδεισο». Οπως εξηγούσε, δεν ήταν μόνο τα χρήματα. Ηταν η οργάνωση, ο εσωτερικός σεβασμός, το συνολικό πλαίσιο. Οσοι φεύγουν αναζητούν -και συχνά βρίσκουν- πολύ περισσότερα από μια «θεσούλα»: Αξιοπρεπείς αποδοχές και, επίσης σημαντικό, αξιοπρεπή ατμόσφαιρα.

Το τελευταίο δεν πρέπει να υποτιμάται. Αν πρέπει να είναι κανείς αφελής για να εξιδανικεύει τη ζωή στις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, πρέπει να είναι άφρων για να μην αναγνωρίζει μερικά θετικά χαρακτηριστικά τους: Οτι δεν τιμωρούν την εργασία, ότι δεν δαιμονοποιούν τη δημιουργία. Οτι δεν έχουν την αβελτηρία να πιστεύουν πως ο άνθρωπος πασχίζει για να πληρώνει το ταμείο του… Τσίπρα ή όποιου προκατόχου του.

Τρέχουσα διαφήμιση έχει ως μότο το πώς μια τόση μικρή χώρα έχει χωρέσει τόση ομορφιά. Πέραν του ότι το ίδιο συμβαίνει με πολλές άλλες χώρες, αισθάνεται κανείς ότι η ελληνική «ομορφιά» έχει αρχίσει να περιορίζεται στην τουριστική. Για τους κατοίκους της - και δη όσους παλεύουν να προκόψουν με τη δουλειά τους- η Ελλάδα γίνεται σιγά-σιγά αφιλόξενη. Οταν καλείσαι να προτιμήσεις πού θα βιοποριστείς, μετράς να μη δημεύουν τον κόπο σου και να ζεις σε περιβάλλον σεβασμού. Και προτιμάς τους τόπους που σου δίνουν τη δυνατότητα. Οσο για τις μομφές του Καζάκου, κάνεις την καρδιά σου πέτρα.