Το 2008, έτος της πρώτης εκλογικής νίκης του Ομπάμα στις ΗΠΑ, στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο μετέπειτα πρόεδρος είχε έρθει αντιμέτωπος με τον... Τζο τον υδραυλικό.

Πρόσωπο υπαρκτό, κάτοικος Οχάιο, ο Τζο εφέρετο σκληρά εργαζόμενος μισθωτός υδραυλικός με ετήσιες αποδοχές περί τα 45.000 δολάρια, ο οποίος όμως είχε -κατά δήλωση- πρόθεση να αγοράσει την εταιρεία του εργοδότη του, ώστε, επιχειρηματίας πλέον, να κερδίζει προ φόρων 250.000. Σε αυτά τα κέρδη ο Ομπάμα είχε εξαγγείλει ότι θα αύξανε τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή (για το εισοδηματικό κλιμάκιο του τότε ισόποσου των 190.000 ευρώ και πάνω) σε 39%, κολάζοντας τον ζήλο «that built America» (το πώς ο Τζο θα είχε τη δανειοληπτική δυνατότητα να αγοράσει την εταιρεία και να πενταπλασιάσει το εισόδημά του δεν το είχε διευκρινίσει).

Ο Τζο αποδείχθηκε αφελής Ρεπουμπλικανός «εγκάθετος», που όχι μόνον δεν έδειχνε προαλειφόμενος επενδυτής, αλλά είχε προβλήματα με την εφορία - και... δεν είχε άδεια υδραυλικού. Αυτό όμως δεν είναι σημαντικό για το θέμα μας. Το ενδιαφέρον ήταν ότι ο Ομπάμα «αναμετρήθηκε» με την αιτίαση του Τζο, είπε ότι κατά τη γνώμη του ήταν δίκαιο να πληρώσουν κατά τι περισσότερους φόρους όσοι αποκόμιζαν ετήσια κέρδη 190.000 ευρώ - και ότι όσοι είχαν την αντίθετη άποψη μπορούσαν να... μην τον ψηφίσουν. Ο Ομπάμα, δηλαδή, ξεκαθάρισε ποιους εκπροσωπούσε και πρόβαλε ως αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατόν ένας πολιτικός να «αντιπροσωπεύει» όλες τις απόψεις - ακόμη λιγότερο, όλα τα συμφέροντα.

Συζητούμε, σημειώνω, για το επίπεδο του πολιτικού λόγου και όχι εκείνο των κυβερνητικών πράξεων, όπου τα λόγια συχνότατα διαψεύδονται, για να ξεγυμνώσουν, όπως με τους συριζανελαίους, τη θεσιθηρία και την ανειλικρίνεια των νεμομένων την εξουσία. Σε αυτό το επίπεδο -της ρητορικής- λείπει στην Ελλάδα συγκροτημένος αντιπολιτευτικός λόγος εκπροσωπευτικός της μεσαίας τάξης, η οποία εξωθείται τάχιστα προς την πτωχοποίηση. Είναι ανάγκη να ακουστεί. Να απορριφθεί η δήμευση του εισοδήματος και των περιουσιών των μεσαίων στρωμάτων ως δήθεν μέθοδος «επιδότησης» των πενέστερων. Να αποκρουσθεί η ψευδοευαισθησία περί μη προνομιούχων, που υποκρύπτει κατά βάθος την αποφυγή περαιτέρω περικοπών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου ακόμη αφθονούν οι περιττοί φορείς και οργανισμοί, καθώς και οι μη παραγωγικοί εργαζόμενοι.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι κάτι τέτοιο είναι και δύσκολο και δυσάρεστο. Από τη μία πλευρά η πολιτική ισχύς των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και το πλήθος των εκεί «πελατών» όλων των κομμάτων ασκεί πίεση στις ηγεσίες των τελευταίων. Από την άλλη, η εύκολη παροχολογία και η αποφυγή κάθε δυσάρεστης αλήθειας στον ελληνικό δημόσιο λόγο οδηγούν στον χαρακτηρισμό όποιου διακινδυνεύει να πει τα «σύκα σύκα» ως ανάλγητου, νεοφιλελεύθερου και τα τοιαύτα. Κατανοητό άρα το γιατί, μόλις γίνεται λόγος περί επιδομάτων στους αδυνάτους (με ή χωρίς εισαγωγικά) και για δέσμευση ότι δεν θα απολυθεί κανείς από το Δημόσιο, όλοι προσυπογράφουν, παρέχοντας επιχείρημα στην κυβέρνηση ότι, εκτός από βραβείο πολιτικού σθένους, αξίζει και δωρεάν ψυχαναλυτικό πρόγραμμα περιορισμού της ευαισθησίας της.

Παρά την αντιληπτή δυσκολία, η αντίδραση είναι όμως αναγκαία. Και, όπως φάνηκε στην περίπτωση Ομπάμα, η ειλικρίνεια ενδέχεται κάποτε (όχι πάντα) να ανταμειφθεί. Με άλλα λόγια, αν θέλεις να πείσεις ότι θεωρείς το υπερπλεόνασμα δημευτική εξόντωση της μεσαίας τάξης, καταψηφίζεις το μέρισμα-απάτη. Όπως και χίλια άλλα.