Στην πολιτική κονίστρα ο λόγος δεν μπορεί να ξεφύγει από την «πολεμική», από τον στόχο της πίεσης στον αντίπαλο. Δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε από την εντυπωσιοθηρία. Η επιδερμική εντύπωση έχει ισχύ, ταυτόχρονα είναι και η εύκολη λύση. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που η αντίδραση σε κάποιο πραγματικό πρόβλημα τείνει συχνά προς το αντίθετο άκρο, ενδεχομένως εξίσου… προβληματικό.

Η έκταση της οικογενειοκρατίας στην ελληνική πολιτική ζωή οδήγησε, επί παραδείγματι, τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη δέσμευση ότι, εάν εκλεγεί πρωθυπουργός, δεν θα ορίσει σε αξιώματα μέλη της οικογένειάς του. Μπορεί να είναι άδικο, παραδέχτηκε ο ίδιος. Δεν είναι, όμως, απλώς άδικο σε ορισμένες περιπτώσεις. Από τη μία πλευρά αντιπαρέρχεται και τις αιτίες του προβλήματος. Η ευνοιοκρατία ξεπερνά κατά πολύ την εξ αίματος συγγένεια και η αναξιοκρατία εκτείνεται πέραν των οικογενειακών δεσμών. Το δε γεγονός ότι όλο και περισσότεροι αξιόλογοι άνθρωποι απέχουν από τα κοινά, καλεί σε προβληματισμό και «θεραπείες» που υπερακοντίζουν τις πρόχειρες απαγορεύσεις.

Αν και τα παραπάνω μάλλον προϊδεάζουν για το αντίθετο, θέμα μου δεν είναι το συνέδριο της ΝΔ, αλλά οι απεργίες. Και σ’ αυτές έχει κανείς την αίσθηση ότι η θέσπιση απαρτίας 50% για την κήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κινείται προς αναλόγως προβληματικό άκρο με εκείνο που επιχειρεί να θεραπεύσει. Και στο θέμα αυτό είναι ισχυρή η εντύπωση ότι προσπερνάμε το πρόβλημα. Γιατί, αν είναι αλήθεια ότι εδώ και πολλά χρόνια κηρύσσονται απεργίες με μεγάλη ευκολία, η σχετική παθογένεια δεν εξαντλείται στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις. Ακόμη, όμως, και στο πρωτοβάθμιο επίπεδο δεν είναι βέβαιο ότι το υψηλότερο ποσοστό απαρτίας θα «εξυγιάνει» κάτι.

Πραγματικά, το σημαντικότερο στοιχείο που διαβλέπει κανείς στις γενικές απεργίες, οι οποίες τείνουν να προσλάβουν «τυπική» περιοδικότητα, είναι ότι στους κλάδους που μετέχουν σχεδόν… ουδείς απεργεί. Νοσοκομεία και υπηρεσίες δουλεύουν κανονικά, ιδιωτικές επιχειρήσεις ομοίως. Και όπου υπάρχει θεωρητικώς υψηλή συμμετοχή, αυτό οφείλεται στη φύση της επιχείρησης (π.χ. τα μέσα ενημέρωσης ή οι συγκοινωνίες δεν λειτουργούν, οπότε η συμμετοχή φαίνεται πάνδημη) και στην απειλή πειθαρχικής δίωξης των συνδικαλισμένων «απεργοσπαστών».

Ανεξάρτητα από το αν η μικρή συμμετοχή οφείλεται στην πολιτική (και όχι αμιγώς εργασιακή) διάσταση των απεργιών ή στα «μαξιμαλιστικά» αιτήματά τους και την περιορισμένη επιτυχία τους, ή στο αίσθημα ότι αποτελούν απέλπιδα προσπάθεια, γεγονός είναι ότι έχουμε φτάσει στο οξύμωρο απεργιών χωρίς απεργούς. Λόγω δε της πολιτικής στόχευσης των κινητοποιήσεων και όχι της διεκδίκησης συγκεκριμένης συνδικαλιστικής αξίωσης, η αναστάτωση από τις απεργίες δεν «επιτυγχάνεται» με την ευρεία συμμετοχή των εργαζομένων, αλλά με τις στάσεις εργασίας στις συγκοινωνίες και τη διοργάνωση πορειών στο αθηναϊκό κέντρο με διαλυτική επίπτωση στην κυκλοφορία και την εμπορική του ζωή.

Μια απεργία που δεν ζημιώνει κανέναν θα ήταν, βέβαια, ο ορισμός του άτοπου. Η απεργία εξ ορισμού «πληγώνει» και παραλύει. Μόνο που εν προκειμένω έχουμε καταλήξει σε παράλυση της κυκλοφορίας, ενώ επί της ουσίας «γενική» απεργία δεν γίνεται. Η εικόνα θα ήταν η ίδια αν απεργούσαν μόνο τα μέσα μεταφοράς και διοργάνωνε μία συγκέντρωση - πορεία το ΠΑΜΕ σε ώρα αιχμής. Αυτό, ωστόσο, δεν προδίδει μόνο κάποια ανευθυνότητα και αδιαφορία για τους μη εμπλεκόμενους, αλλά και παρακμή της απεργίας στα μάτια των ίδιων των εργαζομένων. Πρόβλημα σοβαρότερο από τα νομοθετικά όρια απαρτίας…