Οι τοποθετήσεις Πολάκη - Καρανίκα (για τις Σκουριές ή τα… ανοξείδωτα) δεν εκφράζουν μόνο τις αντιλήψεις και άλλων «συντρόφων» τους. Αντανακλούν και την ουσία των σκέψεων και το ύφος πολλών από τους τελευταίους. Ανθρωποι σαν τις δύο αυτές προσωπικότητες «το παίρνουν πάνω τους», γιατί έχουν συνδυασμένα τα χαρακτηριστικά της συνθηματολογίας και της επιθετικότητας – μαζί, φυσικά, με το όνειρο να καταπνιγεί κάθε διαφορετική προσέγγιση από τη δική τους. Το αβαθές της σκέψης και το αγοραίο του ύφους δεν το μονοπωλούν, όμως. Και γι' αυτό είναι… διδακτικές, σε όποιον τουλάχιστον θέλει να τις δει.

Για το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς έχουν λεχθεί πολλά, κυρίως από τους ίδιους τους αριστερούς, που το διεκδικούν δι' εαυτούς. Αστήρικτα, ως επί το πλείστον. Αν ο αριστερός λόγος είχε το θετικό της στήριξης των αδικημένων, δεν ήταν πάντως αποκλειστικοί φορείς του οι κομμουνιστές, αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες και πολλοί άλλοι.

Τα περί ηθικού προβαδίσματος της παραδοσιακής αριστεράς φθάρθηκαν μόλις ο κόσμος είδε πόσο ηθική ήταν η πολιτική στις χώρες του υπαρκτού – και κατάλαβε ότι τα καταγγελλόμενα δεν ήταν προπαγάνδα. Στην Ελλάδα το σχετικό επιχείρημα άντεξε περισσότερο, επειδή επί δεκαετίες η αριστερά ήταν διωκόμενη και η δημοκρατία τουλάχιστον ατελής.

Υπήρχε, όμως, κατά μάλλον κοινή ομολογία, ένα προβάδισμα της αριστεράς στη διανόηση. Προβαλλόταν περισσότερο απ' όσο ίσχυε, αναδείκνυε ως μεγάλους του πνεύματος και κάποιους που δεν ήταν παρά μέτριες ποσότητες, αναπαρήγε ως σημαντικές ορισμένες επιφανειακές ουτοπικές επαγγελίες και διυλίσεις ιδεολογικού κώνωπα, επιχειρούσε να μειώσει το διαμέτρημα των «δεξιών» διανοουμένων, αλλά πάντως έδινε τον τόνο στο διανοητικό περιβάλλον και επιδείκνυε συνήθως μεγαλύτερη ανησυχία πολιτικής σκέψης.

Οι Πολάκης - Καρανίκας είναι χρήσιμοι, για να καταλάβουμε ότι και αυτό το προβάδισμα εξεμέτρησε το ζην. Adios. Είναι αλήθεια ότι η δυσκολία να διατυπωθεί ένα νέο αριστερό όνειρο μετά την κατάρρευση του παλιού είναι ορατή παντού, όπως και η αμηχανία που παράγει. Η τελευταία δεν καταγράφεται, μάλιστα, μόνο στο επίπεδο της «μεγάλης ουτοπίας», της περιγραφής του ιδανικού καθεστώτος που ευαγγελίζεται η αριστερά, αλλά και σε επιμέρους ζητήματα. Η επέκταση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και η άνοδος της Ασίας εγείρουν ερωτήματα που δοκιμάζουν την αριστερή σκέψη και όχι μόνον αυτή.

Απλώς, για την αριστερά η δυσχέρεια είναι μεγαλύτερη. Πώς μπορεί κάποιος που υποστηρίζει ίσα δικαιώματα για όλους παντού να αξιώνει ψηλότερο επίπεδο ζωής για τους κατοίκους των δυτικών χωρών;

Θα ήταν πειστικό να ισχυριστεί ότι είναι δυνατή η σύγκλιση όλων «προς τα πάνω»; Υπάρχει θεμιτή ή, έστω, εφικτή ισορροπία ανάμεσα στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στη Δύση με ταυτόχρονη προάσπιση της συγκριτικής δυτικής ευμάρειας; Πώς αντιμετωπίζεται η διαπίστωση (και του αριστερού οικονομολόγου Πικετί) ότι η σύγχρονη διεύρυνση των ανισοτήτων δεν εκδηλώνεται τόσο στην κατανομή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας όσο μεταξύ διαφόρων μορφών εργασίας;

Η δυσκολία προσέγγισης των ζητημάτων αυτών είναι εύλογη – και θα ήταν υπερβολικό να περίμενε κανείς πρωτότυπη ανάλυση από την Ελλάδα. Η ελληνική αριστερά α λα ΣΥΡΙΖΑ έχει όμως… προχωρήσει. Απλώς αποφεύγει τα ερωτήματα. Τείνει στην πνευματική νωθρότητα, αποστρέφεται τον νηφάλιο θεωρητικό προβληματισμό, ρέπει στην αντανακλαστική προσφυγή στα τσιτάτα και τις αναχρονιστικές ταξινομήσεις. Και το πράττει με κουτσαβάκικο ύφος, φθηνή διατύπωση και μάγκικη αραθυμιά.

Πολλά «προβαδίσματα» θα καταπέσουν τελικά. Αρκεί να επιβιώσουμε μέχρι τότε.