Στον αθλητισμό, όποτε επίκειται ένας δύσκολος αγώνας, είθισται να λέγεται ότι η ομάδα κοιτάζει πρωτίστως τον… εαυτό της. «Εμείς», λένε, «θα παίξουμε το καλύτερο ποδόσφαιρο που ξέρουμε, αδιάφορα από τον αντίπαλο». Αληθεύει, φυσικά, μόνο εν μέρει. Όταν είσαι η Ελλάδα και παίζεις απέναντι στη Γαλλία ή την Τσεχία, όπως στο Ευρωπαϊκό του 2004, αμύνεσαι - δεν κάνεις τον κόκορα. Εστω εν μέρει, όμως, αληθεύει: Παίζεις το καλύτερο που ξέρεις, μήπως συνδυαστούν ο Ζαγοράκης με τον Χαριστέα, ή κάνει το κόρνερ ο Τσιάρτας στον Δέλλα.

Στη σημερινή πολιτική η Νέα Δημοκρατία «παίζει» το καλύτερο που μπορεί; Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ίσως ναι. Τουλάχιστον απέφυγε τις υποσχέσεις και τα στρογγυλέματα των πραγμάτων - το χάιδεμα στα αφτιά του τύπου «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Πίσω και κάτω όμως η κατάσταση είναι ρευστή. Πάλι, αίφνης, άρχισε μια κάποια αγιογράφηση του Κώστα Καραμανλή και η αναζήτηση αποκλειστικών ευθυνών στον Σημίτη ή στον… Γεώργιο Β’. Ξανά, κάποιες έμμεσες θωπείες στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εύλογο στη ΝΔ να δυσκολεύονται με τα σημερινά διλήμματα (όλοι δυσκολευόμαστε), να αισθάνονται αμήχανα απέναντι στο παρελθόν των ελλειμμάτων και των «Ζαππείων» - και να δυσφορούν με τις παραδοχές του Μητσοτάκη για το Δημόσιο και τις σπατάλες. Οταν όμως πρέπει να δεις το μέλλον, είναι άστοχο να αγωνιάς για το παρελθόν. Σε πείσμα της επιστημονικής φαντασίας, το τελευταίο δυστυχώς δεν αλλάζει.
Η ΝΔ δεν «παίζει» το καλύτερο - και ο αρχηγός της δεν αφήνεται να στραφεί στις προκλήσεις τού αύριο. Την ώρα που η Ελλάδα χειμάζεται, εγκαταλείπεται το «τι» πρέπει να γίνει υπέρ του «γιατί» συνέβη ό,τι συνέβη, και αυτό με επιχειρήματα που δεν πείθουν πολλούς - και εξυπηρετούν την τάση του ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέχει στα παλιά μήπως ξεχαστούν οι δικές του «πομπές».
Οι καιροί όμως ου μενετοί. Η χώρα κυβερνάται από έναν συνασπισμό που αποτελεί από πολλές πλευρές πολιτικό και πολιτισμικό υποπροϊόν. Οποιος θέλει να τον αποκαθηλώσει δεν έχει περιθώρια παρελθοντολογίας. Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ θα κριθούν από το αν εκπορθήσουν τους Τσίπρα, Καμμένο και σία - και από το αν θα προσφέρουν κάτι καλύτερο, όχι από το αν δικαιώσουν το Βατοπαίδι.

Από αυτή την άποψη, αν οι πρώην επικεφαλής της ΝΔ επιθυμούν όντως να βοηθήσουν την αναρρίχηση της παράταξής τους στην εξουσία και, πολύ περισσότερο, να συμβάλουν στο να έχει αυτή η εξουσία κάποιο νόημα, θα ήταν καλό όχι μόνο να κατασιγάσουν τους απολογητές τους, αλλά ίσως ακόμη και να δηλώσουν ότι δεν θα είναι υποψήφιοι για την επόμενη Βουλή. Συμπαθείς, αλλά μάλλον βουβές κοινοβουλευτικές περσόνες δεν θα λείψουν από το βουλευτήριο. Και θα ανοίξουν τον δρόμο για την τοποθέτηση της ΝΔ απέναντι στο μέλλον, χωρίς να χρειάζεται κάθε τόσο να απολογείται για ένα μη υπερασπίσιμο παρελθόν.

Φυσικά, δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Η χώρα δεν έχει τη δύναμη να το επιβάλει, ούτε να προσφέρει ανανέωση εις βάθος, τα δε πρόσωπα -όλων των κομμάτων- δεν μπορούν να υπερβούν τους εαυτούς τους. Θα πορευτούμε με την εικόνα που βλέπουμε. Και με την ισχνή ελπίδα ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα δώσει στον Μητσοτάκη την ευκαιρία μιας ανανέωσης. Αν τη δώσει. Και αν αυτός είναι ικανός να την αδράξει