Την περασμένη εβδομάδα η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου, μελίρρυτη, απευθύνθηκε σε συνέδριο για την αξιοποίηση ακινήτων με την κάτωθι εισαγωγή:

«Η κυβέρνησή μας κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια κρίση που άλλοι δημιούργησαν και να διαπραγματευθεί πάνω στη βάση μιας κακής συμφωνίας που βρήκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Δικαιωθήκαμε στις επιλογές, καθώς βρισκόμαστε πλέον σε απόσταση αναπνοής από την ολοκλήρωση των μνημονίων και το τέλος της επιτροπείας.

Για την επίτευξη του στόχου αυτού και σε ένα περιβάλλον ασύμμετρης διαπραγμάτευσης υποχρεωθήκαμε να αποδεχθούμε τον ΕΝΦΙΑ παρόλο που προγραμματικά ήμασταν και παραμένουμε κάθετα αντίθετοι με τη λογική του. (…) Στον πυρήνα κάθε προσπάθειας φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας βρίσκεται το πρόβλημα του προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας του κάθε ακινήτου, αλλά και της συχνότητας ενημέρωσης των αξιών αυτών.

Δεν θέλω να ανοίξω σήμερα τη συζήτηση περί "αξίας". Τι είναι η φορολογική αξία ενός ακινήτου και τι η εμπορική αξία, τι η τιμή συναλλαγής και τι η εύλογη αξία; Το ερώτημα αγγίζει τον πυρήνα της οικονομικής φιλοσοφίας από τη θεωρία της αξίας του Αριστοτέλη, τη σκέψη των κλασικών οικονομολόγων - Ανταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και Καρλ Μαρξ (…)».

Το πρώτο σκέλος της εισαγωγής είναι μεν υψιπετές, αλλά έχει «φορεθεί» πολύ, ιδίως όσο ο ομιλητής αποφεύγει να δηλώσει πόσο στοίχισε η ασύμμετρη, ευέλικτη, περήφανη κ.λπ. διαπραγμάτευση των Τσίπρα - Βαρουφάκη. Το δεύτερο, περί αξίας, θυμίζει λίγο Ιωάννη Πολέμη. Τι 'ναι η αξία τους (των ακινήτων), μην είν' οι κάμποι κ.ο.κ. Μη ων ποιητής, ούτε Ρικάρντο, στέκομαι στο εξής: Η υφυπουργός δήλωσε ότι δεν κατέστη εφικτός ο προσδιορισμός συστήματος αντικειμενικών αξιών, που θα αντανακλούν τις εμπορικές, επειδή στις περισσότερες «ζώνες» δεν γίνονται καθόλου αγοραπωλησίες ακινήτων, ενώ σε μεγάλο αριθμό των υπολοίπων οι συναλλαγές είναι πολύ λίγες.

Η υφυπουργός παραδέχτηκε, κοινώς, ότι έχει απονεκρωθεί η κτηματαγορά σε τέτοιον βαθμό, ώστε είναι αδύνατος ο προσδιορισμός αξιών κατά περιοχή. Αυτό όμως δεν προβλήθηκε -ούτε από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης- ως σήμα συναγερμού, ως απόδειξη καταστροφής και απώλειας επενδεδυμένων αποταμιεύσεων, άρα κόπου (το κεφάλαιο είναι επενδεδυμένη εργασία, έλεγε ο Μαρξ, όμως «δεν θέλω να ανοίξω σήμερα αυτή τη συζήτηση»), αλλά ως πρόβλημα για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ, για το πώς θα δημευθεί περαιτέρω η περιουσία των κατοίκων της χώρας.

Κατά τα ειωθότα, το ζήτημα θα παραπεμφθεί σε επιτροπές. Το ζήτημα του φόρου, εννοείται. Η τεθνεώσα αγορά δεν αποτελεί θέμα για το κράτος του ΣΥΡΙΖΑ (όπως δεν ήταν ούτε για τον πρώην υπουργό Γ. Παπακωνσταντίνου). Μαθημένοι είμαστε άλλωστε. Η μείωση των δηλούμενων εισοδημάτων των αυτοαπασχολουμένων δεν εκλαμβάνεται ως ένδειξη ότι πλείστοι εξ αυτών νοσούν καταληκτικά από επαγγελματική άποψη, αλλά αποκλειστικά ως σύμπτωμα φοροδιαφυγής - όχι ότι δεν ανθεί η τελευταία (λογικό δεν είναι;), αλλά οι χιλιάδες που κλείνουν τα βιβλία τους αποτελούν μαρτυρία ότι συμβαίνει και το πρώτο. Η μεταφορά επιχειρήσεων στη Βουλγαρία, πάλι, εξετάζεται ως παράβαση νόμου και όχι ως αιτία ανησυχίας - ως απόδειξη ότι κάτι είναι σάπιο στο εδώ βασίλειο. Κατ' ανάλογο τρόπο, η κατακρήμνιση των αγοραπωλησιών ακινήτων και των τιμών τους λογίζεται μόνο ως πρόβλημα φορολογητέας ύλης.

Το κράτος-Χότζας θα μείνει τελικά με την απορία. Γιατί, πάνω που έμαθε να μην τρώει ο γάιδαρος, ψόφησε; Ή μήπως ήταν καμήλα;