Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της δικαιοσύνης αντανακλά την αλλεργία του προς οποιαδήποτε ανεξάρτητη γνώμη - πολύ περισσότερο προς οιονδήποτε ανεξάρτητο θεσμό. Σκοπός δεν είναι ο σεβασμός της δικαιοσύνης, αλλά ο έλεγχός της. Έλεγχος με απειλητικές νουθεσίες, με διοχετευόμενους διά του φίλιου Τύπου φτηνούς υπαινιγμούς περί του τι επαγγέλλεται ο σύντροφος της τάδε δικαστή, ενίοτε και με πειθαρχικές διώξεις, όπως κατά αντιπροέδρου του ΣτΕ πέρυσι.

Ενόψει των παραπάνω, δεν θα περίμενε κανείς ευαισθησία των κυβερνώντων ως προς τις επιπτώσεις που έχουν στη δικαιοσύνη οι αποφάσεις τους - ή και μόνον η καθυστέρησή τους. Για δεύτερη χρονιά, π.χ., η κυβέρνηση χρονοτρίβησε στην πλήρωση θέσεων στην κορυφή ανωτάτων δικαστηρίων, παρότι είναι γνωστό πόσοι αποχωρούν κάθε τέλος Ιουνίου. Για ποιον λόγο το υπουργικό συμβούλιο επέλεξε τους δύο νέους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας μόλις στις 10 Νοεμβρίου (όπως έγινε γνωστό στις… 14); Ομφαλοσκοπούσε; Δεν ήξερε αν θα «βούταγε» στη 17η θέση της επετηρίδας; Δεν είχε πληροφορηθεί ότι ένα τμήμα τού ΣτΕ είχε μείνει ακέφαλο, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται όγκος υποθέσεων;

Πέραν της καθυστέρησης, δεν απασχολεί την κυβέρνηση ούτε αν ο τρόπος που επιλέγει προκαλεί επιφυλάξεις στο δικαστικό σώμα, έστω και μόνο από πλευράς εντυπώσεων. Δεν μπορεί, ασφαλώς, να είναι όλες οι επιλογές κοινής αποδοχής. Από το ανέφικτο ιδεατό, όμως, μέχρι τη σημερινή πραγματικότητα, υπάρχει χαώδης απόσταση. Ποιος μπορεί να πιστέψει με το χέρι στην καρδιά ότι δεν μέτρησε στην κρίση του υπουργικού συμβουλίου πως οι δύο νεοπροαχθέντες είχαν ταχθεί υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου Παππά (ο ένας όμως ήταν πρώτος στην επετηρίδα), ενώ η μία μειοψήφησε και στο θέμα του «πόθεν έσχες», που ενόχλησε τον Παπαγγελόπουλο;

Το ένα κακό αυτών των χειρισμών είναι ότι μοιάζει να δικαιώνει όσους «με το βρόμικο μυαλό» τους (κατά την έκφραση του Άδωνη Γεωργιάδη, όταν διατύπωσε τη σχετική επιφύλαξη) φοβούνται ότι η κυβέρνηση υποδεικνύει -και με την καθυστέρηση- στους ενδιαφερόμενους πώς πρέπει να δικάζουν, αν προσδοκούν προαγωγή. Το δεύτερο είναι ακόμη χειρότερο: όσοι συμπτωματικά, επειδή έτσι κρίνουν, ψηφίζουν κατά τρόπο «αρεστό», φοβούνται μήπως η… ανταμειβόμενη παρρησία τους δεν γίνεται πιστευτή ούτε στους συναδέλφους τους. Ενίοτε όντως δεν γίνεται.

Δεν πρόκειται για «ψιλά γράμματα». Και να ήταν όμως, από τα ψιλά αρχίζει και επεκτείνεται η καθολική διάβρωση.