Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει;
Άρθρο γνώμης
Η χώρα οφείλει να κρατήσει κοντά της τους απόδηµους Ελληνες και να σχεδιάσει προσεκτικά το µέλλον της
Πρόσφατα έγινε στην Αθήνα µια συναυλία προς τιµήν του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, στην οποία ακούστηκαν οι µεγαλύτερες επιτυχίες του. Ανάµεσα σε αυτές ήταν το «να δεις τι σου ’χω για µετά», του οποίου τη µουσική είχε γράψει ο ίδιος, ενώ τους στίχους ο Μιχάλης Γκανάς.
Οι στίχοι σχολίαζαν την πολιτική κατάσταση της εποχής, κάνοντας µια αναδροµή στην ιστορία της χώρας από τη δεκαετία του ’50, όταν µας έπνιξαν τα µπετά, όπως αναφέρεται, µέχρι το 1993, που δισκογραφήθηκε το κοµµάτι. Σε ένα σηµείο αναφέρει: «Μα, η Ελλάδα ως γνωστόν ποτέ της δεν πεθαίνει», που αποτελεί µια αναδιατύπωση του πασίγνωστου εµβατηρίου που συνέθεσαν ο Λέων Ρηγίδης και ο Πέτρος Κολακλίδης κάποιες δεκαετίες νωρίτερα. Αυτό το µοτίβο, που αναφέρει ότι η πατρίδα µόνο «για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά», είναι πολύ σύνηθες. Από την Ιστορία του Ελληνισµού του Παπαρρηγόπουλου µέχρι το σύµβολο του µυθικού φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και το εξαιρετικό «Καταστροφές και Θρίαµβοι» του Καλύβα.
Η νοοτροπία ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ώθησε κατά καιρούς τους Ελληνες σε παράτολµα εγχειρήµατα, που οδήγησαν τόσο σε θριάµβους όσο και σε καταστροφές, µε τελευταίο παράδειγµα την υπερήφανη διαπραγµάτευση του 2015. Η Ελλάδα, όµως, εδώ και αρκετά χρόνια αργοπεθαίνει. Οχι από κάποια ξαφνική καταστροφή, αλλά από το ∆ηµογραφικό. Από τη µείωση των οικονοµικά ενεργών πολιτών, που µέσα από την εργασία τους συντηρούν τον υπόλοιπο πληθυσµό.
Αυτό το πρόβληµα είναι υπαρξιακό, καθώς θέτει σε κίνδυνο το Ασφαλιστικό και το σύστηµα Υγείας. Επιπλέον, η απώλεια πολύτιµου ανθρώπινου δυναµικού µε τη µετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων συµπατριωτών µας στο εξωτερικό, η σταδιακή ερήµωση της υπαίθρου και η αδυναµία παραγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών περιορίζουν τις δυνατότητες ανάκαµψης για µεγάλα κοµµάτια της επικράτειας. Επειδή η καταστροφή δεν είναι απότοµη, αλλά σταδιακή, για την υπέρβαση αυτών των παθογενειών δεν αρκεί ένας πρόσκαιρος θρίαµβος, αλλά ριζική αλλαγή πορείας. Στον σύγχρονο κόσµο χώρες και πόλεις διεκδικούν πλέον τους πολίτες τους, ακόµα και αν δεν κατοικούν όλη τη διάρκεια του χρόνου σε αυτές.
Για αυτό είναι κρίσιµο η χώρα µας να γίνει ένας πιο δίκαιος και πιο ελκυστικός τόπος, οι πόλεις και τα χωριά να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και να προσελκύσουν τις κατάλληλες επενδύσεις. Επίσης, η χώρα οφείλει να κρατήσει κοντά της τους αποδήµους Ελληνες και να σχεδιάσει προσεκτικά το µέλλον της. Να κοιτάξουµε µπροστά, όπως προέτρεπε και το εµβατήριο του Ρηγίδη. Η Ελλάδα δεν αρκεί µόνο να αντιµετωπίσει τα σηµερινά προβλήµατα, αλλά πρέπει να αναπτύξει µια ανθεκτικότητα που θα τις επιτρέψει να αντιµετωπίσει όσα αναµένεται να προκύψουν τα επόµενα χρόνια µε την κλιµατική αλλαγή, τις τεχνολογικές και τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
«Να δεις τι σου ’ χω για µετά», όπως έλεγε το τραγούδι του Μαχαιρίτσα.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 21/9
Οι στίχοι σχολίαζαν την πολιτική κατάσταση της εποχής, κάνοντας µια αναδροµή στην ιστορία της χώρας από τη δεκαετία του ’50, όταν µας έπνιξαν τα µπετά, όπως αναφέρεται, µέχρι το 1993, που δισκογραφήθηκε το κοµµάτι. Σε ένα σηµείο αναφέρει: «Μα, η Ελλάδα ως γνωστόν ποτέ της δεν πεθαίνει», που αποτελεί µια αναδιατύπωση του πασίγνωστου εµβατηρίου που συνέθεσαν ο Λέων Ρηγίδης και ο Πέτρος Κολακλίδης κάποιες δεκαετίες νωρίτερα. Αυτό το µοτίβο, που αναφέρει ότι η πατρίδα µόνο «για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά», είναι πολύ σύνηθες. Από την Ιστορία του Ελληνισµού του Παπαρρηγόπουλου µέχρι το σύµβολο του µυθικού φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και το εξαιρετικό «Καταστροφές και Θρίαµβοι» του Καλύβα.
Η νοοτροπία ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ώθησε κατά καιρούς τους Ελληνες σε παράτολµα εγχειρήµατα, που οδήγησαν τόσο σε θριάµβους όσο και σε καταστροφές, µε τελευταίο παράδειγµα την υπερήφανη διαπραγµάτευση του 2015. Η Ελλάδα, όµως, εδώ και αρκετά χρόνια αργοπεθαίνει. Οχι από κάποια ξαφνική καταστροφή, αλλά από το ∆ηµογραφικό. Από τη µείωση των οικονοµικά ενεργών πολιτών, που µέσα από την εργασία τους συντηρούν τον υπόλοιπο πληθυσµό.
Αυτό το πρόβληµα είναι υπαρξιακό, καθώς θέτει σε κίνδυνο το Ασφαλιστικό και το σύστηµα Υγείας. Επιπλέον, η απώλεια πολύτιµου ανθρώπινου δυναµικού µε τη µετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων συµπατριωτών µας στο εξωτερικό, η σταδιακή ερήµωση της υπαίθρου και η αδυναµία παραγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών περιορίζουν τις δυνατότητες ανάκαµψης για µεγάλα κοµµάτια της επικράτειας. Επειδή η καταστροφή δεν είναι απότοµη, αλλά σταδιακή, για την υπέρβαση αυτών των παθογενειών δεν αρκεί ένας πρόσκαιρος θρίαµβος, αλλά ριζική αλλαγή πορείας. Στον σύγχρονο κόσµο χώρες και πόλεις διεκδικούν πλέον τους πολίτες τους, ακόµα και αν δεν κατοικούν όλη τη διάρκεια του χρόνου σε αυτές.
Για αυτό είναι κρίσιµο η χώρα µας να γίνει ένας πιο δίκαιος και πιο ελκυστικός τόπος, οι πόλεις και τα χωριά να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και να προσελκύσουν τις κατάλληλες επενδύσεις. Επίσης, η χώρα οφείλει να κρατήσει κοντά της τους αποδήµους Ελληνες και να σχεδιάσει προσεκτικά το µέλλον της. Να κοιτάξουµε µπροστά, όπως προέτρεπε και το εµβατήριο του Ρηγίδη. Η Ελλάδα δεν αρκεί µόνο να αντιµετωπίσει τα σηµερινά προβλήµατα, αλλά πρέπει να αναπτύξει µια ανθεκτικότητα που θα τις επιτρέψει να αντιµετωπίσει όσα αναµένεται να προκύψουν τα επόµενα χρόνια µε την κλιµατική αλλαγή, τις τεχνολογικές και τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
«Να δεις τι σου ’ χω για µετά», όπως έλεγε το τραγούδι του Μαχαιρίτσα.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 21/9