Με εξαιρετικά µεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ τις απανωτές αναλύσεις που γίνονται για τη σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει µε αφορµή τους χειρισµούς που κάνει η κυβέρνηση των νεοκοµµουνιστών του Αλέξη Τσίπρα. Ακούγονται και γράφονται πολλά και στο τέλος οι περισσότεροι καταλήγουν σε έναν κοινό παρονοµαστή: «Σε σχέση µε τον Κυριάκο, τα λέει καλύτερα ο Αλέξης».

Αν και έχω διαφορετική θέση και επ' αυτού, θα «προσχωρήσω» στη συγκεκριµένη άποψη µόνο και µόνο για να καταδείξω ότι πλέον τα «ωραία λόγια» και τα «µεγάλα πολιτικά ψέµατα» χάνουν κατά κράτος από την πραγµατικότητα.

Αν λοιπόν ανατρέξει κανείς στις σελίδες της Μεταπολίτευσης, θα διαπιστώσει -και µάλιστα µε περισσή ευκολία- ότι σχεδόν όλοι (ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις) οι ηγέτες των πολιτικών παρατάξεων προτίµησαν τον εύκολο δρόµο της δηµαγωγίας και των συνθηµάτων από την οδό του πολιτικού ρεαλισµού και της αλήθειας. Και οι Έλληνες ψηφοφόροι όλα αυτά τα χρόνια «ψώνισαν» από όλα τα ράφια του πολιτικού super market.

Το ’81 επέλεξαν την «αλλαγή» που τους υποσχέθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος θα έφερνε την ηρωική έξοδο από την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Το σύνθηµα της «αλλαγής» και το τρίπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία και Κοινωνική Απελευθέρωση» συσπείρωσαν γύρω από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το κίνηµά του ένα ετερόκλητο φάσµα πολιτικών και ψηφοφόρων. Το ’85, και ενώ είχαν ξεχαστεί οι υποσχέσεις του ’81, ο Ανδρέας Παπανδρέου υποσχέθηκε «νέο ξεκίνηµα» και «εθνική ανεξαρτησία µε λαϊκή κυριαρχία», µε τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ να φωνάζουν: «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». «Ο λαός στην εξουσία» δεν σήµαινε τίποτα άλλο από τον διορισµό των «δικών µας παιδιών» στο ∆ηµόσιο.

Εκείνη την περίοδο είχε ακουστεί και το αµίµητο «Τσοβόλα, δώσ' τα όλα», σύνθηµα που «αγοράστηκε» µε µεγάλη ευχαρίστηση από τους Έλληνες ψηφοφόρους. Με το ζόρι το ’89, και αφού είχαν προηγηθεί τρεις εκλογικές αναµετρήσεις, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, µε ποσοστό 47%, κατάφερε να σχηµατίσει κυβέρνηση µε πλειοψηφία ενός βουλευτή. Ο τότε πρόεδρος της Ν∆ επέλεξε τον δύσκολο δρόµο: είπε αλήθειες στον ελληνικό λαό χωρίς να λέει µεγάλα λόγια. ∆υστυχώς οι πολίτες δεν άντεξαν την προσέγγιση στον ρεαλισµό και µετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη από τον Αντώνη Σαµαρά επέλεξαν και πάλι να φέρουν στην εξουσία τον λαοπλάνο Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο κόσµος και πάλι δεν ήταν έτοιµος να ακούσει αλήθειες και να κάνει θυσίες που θα απέτρεπαν το σηµερινό αδιέξοδο. Και µετά τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ήρθε ένας άλλος ηγέτης της δεξιάς, ο οποίος την ώρα που παρουσίαζε το πιο σύγχρονο σλόγκαν της Μεταπολίτευσης, την «επανίδρυση του κράτους», για να κερδίσει τις εκλογές, δεσµευόταν ότι θα µονιµοποιήσει τους 150.000 συµβασιούχους που είχε προσλάβει η δήθεν µεταρρυθµιστική κυβέρνηση Σηµίτη.

Και αφού είχε αποτύχει ο στόχος της επανίδρυσης και η χώρα βρισκόταν ένα βήµα πριν από τα βράχια, ήρθε ο Γιώργος Παπανδρέου να πει στον ελληνικό λαό ότι και «λεφτά υπάρχουν» και «θέσεις στο ∆ηµόσιο». Και οι ψηφοφόροι πάλι προτίµησαν τα ωραία λόγια και τις µεγάλες υποσχέσεις. ∆εν πέρασε ένας χρόνος και η πραγµατικότητα ήρθε να κερδίσει τα ψεύτικα τα λόγια, τα µεγάλα, και η χώρα οδηγήθηκε στα μνηµόνια. Και αφού η κοινωνία είχε µπει σε αυτή την περιπέτεια το 2015, προτίµησε να «ψωνίσει» από το ράφι του αντιµνηµονίου, που είχε φτιάξει στο πολιτικό super market ο Αλέξης Τσίπρας.

Όπως έκανε µε συνέπεια από το ’81, προτίµησε να ψηφίσει αυτόν που υποσχόταν ότι θα σκίσει τα μνηµόνια και ότι θα κάνει τις αγορές να χορεύουν πεντοζάλη. Προτίµησε αυτόν που υποσχόταν ότι δεν θα δώσει κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη και ότι θα επαναφέρει τους µισθούς και τις συντάξεις στα προ των μνηµονίων επίπεδα. ∆υστυχώς, αυτή είναι µια πραγµατικότητα που διαµορφώνεται από γεγονότα.

Οι Έλληνες από το ’81 προτιµήσαµε το ψέµα και το «αγοράσαµε» όσες φορές µάς το πρόσφεραν οι ηγέτες µας. Όπως αποδεικνύεται, τα έχουµε «ψωνίσει» όλα»: και αλλαγή και κοινωνική δικαιοσύνη και διορισµούς και επανίδρυση του κράτους και το «λεφτά υπάρχουν» και ελπίδα και σκισµένα μνηµόνια. Σχεδόν τα πάντα. Μέχρι στιγµής δεν έχουµε ψωνίσει µόνο από ένα ράφι: αυτό του πολιτικού ρεαλισµού, που εκπροσωπεί στην Ελλάδα ο αρχηγός της ελληνικής κεντροδεξιάς Κυριάκος Μητσοτάκης. Τα λόγια τα ωραία µπορεί να προσέφεραν πρόσκαιρη ευφορία, ωστόσο οδήγησαν στο χάος! Στις επόµενες εκλογές -όποτε κι αν γίνουν- έχουµε µια ευκαιρία να κλείσει οριστικά ο δηµαγωγικός κύκλος της Μεταπολίτευσης, που κόστισε πανάκριβα στην οικονοµία, στη χώρα και στους πολίτες της.

Η εποχή των συνθηµάτων ανήκει σε ένα παρελθόν που κανείς, εκτός από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος το αντιγράφει, δεν θέλει να θυµάται. Αν λοιπόν ο Κ. Μητσοτάκης δεν «αρέσει», επειδή δεν λέει αρλούµπες και δεν υπόσχεται τρέλες, καλώς δεν αρέσει. Άλλωστε, χορτάσαµε από ηγέτες που «άρεσαν».

Πλέον, το ζητούµενο είναι να επιλέξουµε µια κυβέρνηση που θα µπορέσει να επαναφέρει σε κανονικότητα τη χώρα. Για να συµβεί αυτό, πρέπει να ψωνίσουµε από τo ράφι του πολιτικού ρεαλισµού…