Διατυπώθηκαν πολλές απόψεις –ειδικών και μη- για το τι επέτυχε η Ελλάδα στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής. Μία κοινή συνισταμένη της κριτικής είναι ότι επικράτησε τελικώς η ισορροπιστική θέση του Βερολίνου-κάτι το οποίο στην περίπτωση της αντιμετώπισης του ελληνοτουρκικού προβλήματος είναι θέση που ευνοεί τον θύτη και όχι το θύμα.

Ασφαλώς και δεν επιτεύχθηκε η επιβολή κυρωσεων σε βάρος της επιθετικής Τουρκίας. Η δε παραπομπή στο μέλλον πιθανών κυρώσεων είναι μία χρονική διευκολυνση της Τουρκίας με τα περιθώρια που της δίνει, όταν μάλιστα αποφεύγεται η λέξη «κυρώσεις»  και γίνεται αναφορά σε εργαλεία «τιμωρίας» που καλύπτονται πίσω από άρθρα του Κανονισμού της ΕΕ.

Όμως, η αξιολόγηση των όσων επιτεύχθηκαν   πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα όσων ευθύς εξ αρχής επιχειρήθηκε να αποφευχθούν από τους Ευρωπαίους. Και που δεν είναι άλλο από την άρνηση αναφοράς και καταδίκης στο πρώτο σχέδιο ανακοινωθέντος των όσων η Τουρκία προκαλεί στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η ελληνική αντίδραση υπήρξε άμεση και χάρις στην επέμβαση αυτή διαμορφώθηκε μία άλλη σειρά συμπερασμάτων, στα οποία, πέραν της εκφραζόμενης κοινοτικής αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ονοματίζεται η Τουρκία και προειδοποιείται για τα μελλοντικά.

Δεν έχασε από την  Σύνοδο η Ελλάδα, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση ως οργανισμός, καθώς επιβεβαίωσε ότι αντί για άμεσες αποφάσεις προτιμάει να πεάει την μπάλα στην εξέδρα. Και ακυρώνει έτσι την όπια διεθνή παρεμβατικότητά της.