Στην ελληνική πολιτική σκηνή αποτελεί μακρά παράδοση η αντιγραφή ξένων πολιτικών εννοιών, θεωριών και κυβερνητικών προτύπων, που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικότητες της χώρας μας. Τα κόμματα εξουσίας, ιδιαιτέρως, αναφέρονται σε στοιχεία εφαρμοσμένης πολιτικής, που για λόγους αντικειμενικούς δεν έχουν εφαρμογή στην Ελλάδα. Έτσι και στη Ριζοσπαστική Αριστερά και στη λεγόμενη «Κεντροαριστερά» του ΚΙΝ.ΑΛ. αναζητείται δρόμος και εκπροσώπηση των «προοδευτικών δυνάμεων», καθώς και αναβίωση της μαραμένης σήμερα ελληνικής «Σοσιαλδημοκρατίας». Όμως, δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις στη βάση πραγματικών στοιχείων και νέων ιδεών για τον σύγχρονο κόσμο και ειδικότερα για την Ευρώπη. Επαναλαμβάνονται απλώς και αντιγράφονται θεωρητικά σχήματα και λέξεις, που κάποτε αντιστοιχούσαν -κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον- με έναν κόσμο που σήμερα δεν υφίσταται. Αγνοούνται στον «ευρύτερο προοδευτικό χώρο» της Αθήνας προβληματισμοί, όπως αυτοί που διατύπωνε τον περασμένο Νοέμβριο στο «Βήμα» ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός και επικεφαλής του εγχειρήματος «Ελιά», κ. Μάσιμο Ντ’ Αλέμα. Κι όμως, ό,τι είπε είναι ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο: «...Η Ευρώπη δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την παγκοσμιοποίηση. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Η σοσιαλδημοκρατία ήταν ισχυρή όσο μπορούσαν να συνδυαστούν η οικονομική ανάπτυξη, ο καπιταλισμός, η κοινωνική συνοχή και η δημοκρατία. Αυτά ήταν δυνατά όσο ήταν ισχυρό το κράτος(...) Τώρα χρειαζόμαστε μια νέα Αριστερά, Κεντροαριστερά, όπως κι αν την πούμε. Χωρίς αντιμετώπιση των ανισοτήτων δεν υπάρχει Αριστερά. Δεν αρκεί η ισότητα των ευκαιριών, που άλλωστε δεν υπάρχει πλέον». Απέναντι στο δύσκολο πολιτικό πρόβλημα που περιγράφει ο κ. Ντ’ Αλέμα, η ελληνική Αριστερά και Κεντροαριστερά, «όπως κι αν την πούμε», ασχολείται με διευρύνσεις της εκλογικής βάσης της, με μεταγραφές και «αρπαγές» στελεχών και εγγραφές νέων κομματικών μελών. Έτσι, αναγκαστικά, οι ηγεσίες τους αερολογούν σε πολιτικό κενό.
Διαφορετικά εξελίσσονται τα πράγματα στην απέναντι όχθη. Εκεί κινείται με υπολογισμένα βήματα η ηγεσία της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας. Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας ήδη αναπτύξει σχέσεις με την «εκσυγχρονιστική» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, τώρα, με ένα άλμα στον χρόνο της νεότερης πολιτικής Ιστορίας, συνδέει τον «γαλάζιο» φιλελευθερισμό του με τους Φιλελεύθερους του Ελευθερίου Βενιζέλου. Με ένα άρθρο του, στις 26/1, στην «Καθημερινή» (που προσφέρει ένα τετράτομο έργο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο), ο πρωθυπουργός αναφέρεται στις «στοχεύσεις» του μεγάλου πολιτικού, που ήταν «το κράτος δικαίου, ο εκσυγχρονισμός, η εκβιομηχάνιση και οι υποδομές», με «ισχυρές συμμαχίες στο εξωτερικό και ανάπτυξη στο εσωτερικό». Έτσι, συνδέει την πολιτική των μεταρρυθμίσεων της Νέας Δημοκρατίας με το πνεύμα της φιλελεύθερης πολιτικής παράδοσης, που προσδιορίζει έως και σήμερα αυτό που είναι ή μπορεί να ονομάζεται στην πολιτική σκηνή «Κέντρο». Επιχειρεί έτσι ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης να ξεφύγει από το πνεύμα του «νεοφιλελευθερισμού», που του αποδίδουν οι εξ αριστερών πολιτικοί αντίπαλοί του, και να δώσει ένα ιστορικό βάθος στη δική του σύγχρονη φιλελεύθερη εκδοχή των αστικών μεταρρυθμίσεων. Αυτή η κίνησή του, στόχο έχει να κατευθύνει με επιχειρήματα προς τη Ν.Δ. τους «κεντρώους» που έχουν απομείνει στον χώρο της «Κεντροαριστεράς». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ «λεηλατεί» το ΚΙ.ΝΑΛ., προσελκύοντας τα «αριστερόστροφα» μέλη του, ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης επιχειρεί να του στερήσει τους «κεντρώους», οι οποίοι παραμένουν στις τάξεις του. Αν ο «δεξιός» αρχηγός της Ν.Δ. πείσει πως είναι «κατά βάθος» ένας μοντέρνος Φιλελεύθερος, συνεχιστής της «βενιζελικής» παράδοσης των με-γάλων αστικών μεταρρυθμίσεων, τότε η εικόνα του ίδιου και του κόμματός του μπορεί ενδεχομένως να αποκτήσει νέα, ελκυστικά πολιτικά χρώματα. Έχει ένα ενδιαφέρον η μέθοδος του κ. Μητσοτάκη «τζούνιορ»: Δεν επιχειρεί αντιγραφές από ξένα, πεπαλαιωμένα «μοντέλα», ούτε από σύγχρονες, «σκληρές», νεοφιλελεύθερες θεωρίες, αλλά προσπαθεί να αντλήσει επιχειρήματα από την εγχώρια πολιτική παράδοση, στην οποία κορυφαία θέση έχει το μεταρρυθμιστικό πνεύμα, και ο διπλωματικός ρεαλισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πρόκειται για μία επιδέξια «ντρίμπλα», που φέρνει νέες δυσκολίες στην «Κεντροαριστερά», η οποία, πολιτικά ακίνητη, υπερασπίζεται έναν «προοδευτικό» χώρο μόνον ως εκλογικό φέουδό της, μακριά από τον σύγχρονο κόσμο.