Μπορεί να υφίστανται η Ελλάδα και η Κύπρος, πρώτες από τους «27» της Ε.Ε., τις πιέσεις του τουρκικού ισλαμισμού, αλλά οι πολιτικές του Ερντογάν έχουν φέρει όλη την Ευρώπη μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση: να αποδεχθεί ως συνομιλητή της και οιονεί εταίρο της την Τουρκία με τους δικούς της όρους, εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου και ισχύοντος Διεθνούς Δικαίου.

Η πρόκληση δεν περιορίζεται, μάλιστα, σε αυτό. Ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος, που προωθεί έναν ξέφρενο νεο-οθωμανικό εθνικισμό, προκαλεί τους Ευρωπαίους με «παρεμβάσεις» του στις ευρωπαϊκές κοινωνίες ως αυτόκλητος προστάτης όλων των μουσουλμανικού θρησκεύματος πολιτών που κατοικούν στις χώρες της «γηραιάς ηπείρου». Και ακόμα περισσότερο, η Αγκυρα συμπεριφέρεται στους Ευρωπαίους εταίρους όχι ως ένας σύμμαχός τους στο ΝΑΤΟ, αλλά με δικές της, αυτόνομες στρατιωτικές πολιτικές και «κατακτητικές» επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες. Εχοντας ταυτίσει την τουρκική ταυτότητα με το Ισλάμ, ο Ταγίπ Ερντογάν, ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, απευθύνεται στους Ευρωπαίους με μια πολιτική γλώσσα που δυσκολεύει την ευρωτουρκική «συνεννόηση». 

Η Ευρωπαϊκή Ενωση υποχρεώνεται σήμερα να συζητάει με την ηγεσία μιας χώρας η οποία κινείται πολιτικά και στρατιωτικά εξαρτημένη από την ιδεοληψία του Ερντογάν για τη μετατροπή της Τουρκίας σε κάτι που να ομοιάζει με «ισλαμική αυτοκρατορία».

Φυσιολογικά, λοιπόν, ο συνεργάτης των τζιχαντιστών, Τούρκος πρόεδρος μάχεται τη Γαλλία, όχι μόνο εξαιτίας της στρατιωτικής ισχύος της, που της επιτρέπει να έχει έντονη στρατηγική παρουσία στη Μεσόγειο, αλλά και εξαιτίας του ότι το Παρίσι των Φώτων παραμένει το κέντρο της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Επίσης, φυσιολογικά, ο Ερντογάν βρίσκει καλό συνομιλητή την αντίπαλο των Γάλλων, την προτεσταντική «εμπόρισσα» Γερμανία, με τις δικές της, κρυφές «αυτοκρατορικές» επιθυμίες και τα ιστορικά της συμπλέγματα. Η τουρκική ηγεσία, άξεστη, πλην και πονηρή, δεν αγνοεί ότι παραμένει υψηλό το γόητρο του πολιτισμού και της ιστορίας των Γάλλων στην Ευρώπη απέναντι σε μια Γερμανία που «βαρύνεται από τις αναμνήσεις του Αουσβιτς και των εγκλημάτων των ναζί», όπως το έγραφε το 2013 ο Χέλμουτ Σμιτ. Οταν ο Ερντογάν «ξεχωρίζει» τη Γερμανία από τη Γαλλία, γνωρίζει ότι ενωμένη Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς στέρεο τον άξονα Παρισίων-Βερολίνου. Μόνον έτσι μπορεί να υφίσταται ενοποιητικό υλικό και ο απαραίτητος ελάχιστος βαθμός πολιτικής ηθικής μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Είναι εντυπωσιακό, όχι όμως και ανεξήγητο, ότι η Γερμανία της κ. Μέρκελ δέχεται να την «αποσπά» η Αγκυρα από τον γαλλο-γερμανικό άξονα και από τον πολιτικό πολιτισμό της Ε.Ε. Είναι ξεκάθαρο ότι η τουρκική ηγεσία αξιοποιεί τη γερμανική φαντασίωση που θέλει το Βερολίνο να διατηρεί το προπολεμικό όραμα οικονομικής «ενοποίησης» της Ευρώπης με υποταγή της στην ισχύ της Γερμανίας. Η Γαλλία, η Ελλάδα και οι πλέον ανήσυχες από τις τουρκικές «διεισδύσεις» χώρες, όπως η Αυστρία, αποτελούν εμπόδια στην εκπλήρωση των γερμανικών και των τουρκικών φαντασιώσεων, του είδους που στις διαδρομές της Ιστορίας γεννιέται στους ναούς της πολιτικής παράνοιας. Ενας ιδιόρρυθμος τουρκοχιτλερισμός τρέφει σήμερα τις σχέσεις Μέρκελ - Ερντογάν. Το 2021 θα είναι μια χρονιά που θα κρίνει πολλά για την εξέλιξη των ευρωπαϊκών πραγμάτων στα πεδία των στρατηγικών προσανατολισμών της Ε.Ε. Θα δοκιμαστούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις και η δυνατότητα της Ε.Ε. να αντιδράσει με πολιτικό δυναμισμό στις αυθαιρεσίες του επιθετικού τουρκικού ισλαμισμού. Θα μετρηθούν και οι σχέσεις της Γερμανίδας «κουμπάρας» του Ερντογάν με τη Γαλλία του Μακρόν.

Η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί έτσι κι αλλιώς στην ανάγκη να πάρει αποφάσεις σημαντικές, που θα εξαρτηθούν και από τη στάση της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία και από την ένταση της «κόντρας» των Γάλλων στον Ερντογάν. Πίσω και πάνω από όλα αυτά θα παίζουν πρώτο ρόλο διαμορφωτή διεθνών εξελίξεων οι ΗΠΑ, που διαβάζουν τα ευρωπαϊκά πράγματα μέσα από δικά τους βιβλία γεωστρατηγικής.

Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι με διευθυντή ορχήστρας Γερμανό δεν μπορεί να ακουστεί σωστά κανένα σοβαρό συμφωνικό έργο της Ε.Ε.