Στην περιοχή Αθήνας - Πειραιά, ένας πληθυσμός τεσσάρων εκατομμυρίων ζει σήμερα κάτω από συνθήκες εντελώς διαφορετικές από εκείνες που ίσχυαν προ 30ετίας. Και παράγει δυσπλασίες, που την ταλαιπωρούν ποικιλοτρόπως. Μεταπολεμικά, ήδη από τη δεκαετία ’50, η Αθήνα εξελίσσεται σ’ έναν διαρκώς αυξανόμενο σε μέγεθος οικιστικό όγκο, που δεν προέκυπτε από σαφείς παραγωγικές και πολεοδομικές συντεταγμένες, πράγμα που την κατέστησε με τον καιρό λειτουργικά προβληματική από κάθε άποψη. Η οικονομικές δομές της χώρας, η εσωτερική μετανάστευση και η έλλειψη σχεδίων ανάπτυξης της πρωτεύουσας στη βάση πολεοδομικών κανόνων και δικτύων κατέστησαν την ευρεία περιοχή Αθήνας - Πειραιά έναν «δύσκολο» τόπο με καθημερινή ζωή χαμηλής ποιότητας και ανασφάλεια. Πολλά τα προβλήματα ομαλής κίνησης και συνύπαρξης των πολιτών. Αλλά, στον κατάλογο έχει έντονη παρουσία η υπόθεση της εγκληματικότητας, που αποτελεί αναπόφευκτα σοβαρό πρόβλημα σε κάθε μεγαλούπολη και έχει πολλούς κλάδους». Υπάρχει το «βαρύ» έγκλημα, ο υπόκοσμος των «νονών της νύχτας» και οι πιστολάδες τους, υπάρχει ο κύκλος των υψηλόβαθμων εμπόρων ναρκωτικών, Ελλήνων και ξένων, και οι επαγγελματίες φονιάδες, «εκτελεστές», που βρίσκουν δυστυχώς «φιλόξενο» τόπο την Αθήνα. Ομως, οι Αθηναίοι υποφέρουν και από κάτι άλλο: Από την καθημερινή «μικρή» εγκληματικότητα, που κινείται στους δρόμους και επιδίδεται σε κλοπές και διαρρήξεις με επίδειξη πρωτοφανούς βίας ακόμα και μέσα σε σπίτια τις νύχτες άλλα και μέρα μεσημέρι. Και υπάρχουν δρόμοι στο κέντρο της πρωτεύουσας που ελέγχονται από ντόπιους και αλλοδαπούς μαχαιροβγάλτες, προαγωγούς και συμμορίες μικρολαθρεμπόρων και εκ των πραγμάτων έχουν μετατραπεί σε ζώνες «απαγορευτικές» για τους πολίτες, όταν πέσει το σκοτάδι. Κακά τα ψέματα, η Αθήνα δεν είναι μια πόλη ασφαλής για τους κατοίκους της. Και η ανασφάλειά τους δεν μειώνεται από τις κατά καιρούς επιλεκτικώς προβαλλόμενες «επιτυχίες» της Ε.Α.

Αν κάτι δεν τη «φρενάρει» το συντομότερο δυνατόν, μπορεί να πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες σε ένα κοντινό μέλλον
Οποιαδήποτε, λοιπόν, εσωτερική αναδιοργάνωση και ο διοικητικός «εκσυγχρονισμός» της Ελληνικής Αστυνομίας θα έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον, μόνον αν οι επιτελείς και οι επιχειρησιακές δυνάμεις της θα κινηθούν στη βάση αυτού που λείπει σήμερα: Ενός μεγάλου μητροπολιτικού σχεδίου καταπολέμησης του «μικρού» εγκλήματος στην Αθήνα στη βάση στοιχείων καταγραφής και ανάλυσης του βαθμού εγκληματικότητας κατά περιοχή και κατά τα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά καθεμίας, τα οποία την καθιστούν ευάλωτη στη δράση ατόμων και συμμοριών με τα επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, το «μικρό» έγκλημα θα σαρώνει την Αθήνα. Βλέπουμε ότι η Ελληνική Αστυνομία συλλαμβάνει, παρά τα πενιχρά τεχνικά μέσα της, κάθε χρόνο κακοποιούς σε διάφορες γειτονιές της πόλης. Αλλά, όπως καθένας διαπιστώνει, το κακό συνεχίζεται. Και μάλιστα, κατά στιγμές, δείχνει και να δυναμώνει. Χωρίς συνολικό σχέδιο επιχειρησιακής κάλυψης και προστασίας του κέντρου και των συνοικιών Αθήνας και Πειραιά από το «μικρό» έγκλημα, σε συνεργασία των υπουργείων Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, οι πολίτες θα παρακολουθούν το σίριαλ «κλέφτες και αστυνόμοι», που παίζεται και σήμερα, με την Αστυνομία δραστήρια μεν, αλλά καλούμενη να γεμίσει «βαρέλι δίχως πάτο». Η εγκληματικότητα δεν θα εξαφανισθεί βεβαίως, αν αναβαθμιστεί επιτελικά και επιχειρησιακά η Ε.Α. Ομως, αν κάτι δεν τη «φρενάρει» το συντομότερο δυνατόν, μπορεί να πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες σε ένα κοντινό μέλλον. Από τη φύση τους, οι μεγαλουπόλεις έχουν εντός τους το «κακό», αλλά στη δική μας Αθήνα, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί των τελευταίων ετών και η αύξηση κυκλοφορίας αλλοδαπών «χωρίς χαρτιά» από χώρες όπου μετράει διαφορετικά η αξία της ζωής έχουν αλλάξει άρδην τις συνθήκες της καθημερινότητας στις γειτονιές της «Διαμαντόπετρας», εκεί όπου κάποτε οι πολίτες κοιμόντουσαν «με ανοικτά τα παράθυρα», χωρίς να παραμονεύει γύρω τους η αγριότητα.