Τα πολιτικά κόμματα της χώρας, που διαβάζουν δημοσκοπήσεις και κάθε τόσο συζητούν για εκλογές, με διάθεση ανάλογη με τα ποσοστά και τις «τάσεις» που καταγράφουν οι δημοσκόποι, δείχνουν να υποβαθμίζουν ένα σημαντικό δεδομένο. Και αυτό είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι πολύ κουρασμένη κάτω απ’ το βάρος μιας μακράς οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε πριν από δώδεκα χρόνια και σήμερα πάλι πιέζει τα εισοδήματα εκατομμυρίων Ελλήνων.

Τα κομματικά επιτελεία παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και εντυπωσιάζονται από το ότι, ειδικότερα στη Γαλλία, πριν από την τελευταία μονομαχία του συντηρητικού Εμανουέλ Μακρόν με την ακραία δεξιά Μαρίν Λεπέν, είχαν εξουθενωθεί εκλογικά η γκωλικής καταγωγής παραδοσιακή Δεξιά και το κάποτε πανίσχυρο σοσιαλιστικό κόμμα, με ευνοημένη τώρα την πολύχρωμη Αριστερά του κ. Μελανσόν. Φάνηκε καθαρά ότι η γαλλική κοινωνία είναι ανάστατη. Αλλά στην Αθήνα, κρίνοντας από τη ρητορική των τριών μεγαλύτερων κομμάτων, μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως αποφεύγεται η ευθεία αντιμετώπιση της κοινωνικής κατάστασης.

Οι ρήτορες, που εντυπωσιάζονται με τα όσα «ακραία» συμβαίνουν σε χώρες της Ε.Ε., δείχνουν ότι προτιμούν να μη σκεφτούν δυσάρεστα πράγματα: Ότι, δηλαδή, η κόπωση και η απογοήτευση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν «εκρήξεις», που θα κλόνιζαν σοβαρά τα κόμματα, τα οποία σήμερα αισθάνονται ότι στέκουν καλά στα πόδια τους. Και φαίνεται να εκτιμούν οι κομματικές ηγεσίες μας ότι, παρά τα προβλήματα των παρατάξεών τους, συνεχίζουν να ορίζουν το γενικότερο πολιτικό «κλίμα» στην Ελλάδα. Έτσι, στην προοπτική των επόμενων εκλογών, ρίχνουν το βάρος τους στην «επικοινωνιακή» διαχείριση. Προφανώς, δεν θέλουν να σκέπτονται ότι σε πολύ δύσκολους καιρούς, όπως οι σημερινοί, οι εκλογικοί αιφνιδιασμοί, οι εκπλήξεις και οι ακραίες συμπεριφορές κοινωνικών ομάδων μπορεί να περιμένουν «στη γωνία» τις πολιτικές ελίτ που υπήρξαν κακοί αναγνώστες της πραγματικότητας.

Ενώ τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας είναι απολύτως ορατά από τον καθένα, λείπει από τη δημόσια σκηνή ο καθαρός πολιτικός λόγος. Η αλήθεια αποκρύπτεται ή υφίσταται σημαντικές περικοπές. Οι ρήτορες επιμένουν να ομιλούν χωρίς να λέγουν και να ασκούνται στις «επικοινωνιακές» τεχνικές. Η κυβέρνηση, παρότι οι στοχεύσεις της είναι σαφείς, εμφανίζεται συχνά αμήχανη, κινείται μπρος-πίσω και προσπαθεί με «στρογγυλέματα» και «ξύλινες» διατυπώσεις να αιτιολογήσει αποφάσεις «δύσκολες», που δυσαρεστούν τους πληττόμενους πολίτες. Όσο ο καιρός περνά, λείπει η αυτοπεποίθηση, λείπει και ο καθαρός λόγος. Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την πλευρά της, ασκεί πολιτική κραυγών, επιφωνημάτων και καθολικής απόρριψης των κυβερνητικών αποφάσεων, ενώ δεν είναι σε θέση να διατυπώσει ένα δικό της, σοβαρό εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, που θα άντεχε στις πιέσεις των καιρών. Είναι σαφές ότι η δίψα της να επανέλθει «στα πράγματα» δεν της αφήνει περιθώρια για ήρεμη πολιτική σκέψη. Όσο για το υπό γενική ανακαίνιση ΠΑΣΟΚ, αυτό γενικώς απορρίπτει και τους μεν και τους δε, συνθηματολογεί και ανεμίζει λάβαρα με χρώματα σοσιαλδημοκρατίας, εμφανώς ικανοποιημένο απ’ τη νέα πορεία του.

Όλα τούτα φτιάχνουν ένα μουντό πολιτικό κλίμα σε μια Ελλάδα φορτωμένη με τεράστια προβλήματα και με το ουκρανικό ζήτημα να οδηγεί σε ιστορικού μεγέθους γεωπολιτικές μεταβολές και σε οικονομικές θύελλες. Σε ένα τέτοιο σκηνικό και στην προοπτική εκλογών με απλή αναλογική, ο πρωθυπουργός ευλόγως υπερασπίζεται την ανάγκη για πολιτική σταθερότητα, αλλά το «όλον» κλίμα και η υποβάθμιση του πολιτικού λόγου δεν ευνοούν μια τέτοια εξέλιξη.

Είναι, όμως, ξεκάθαρο πλέον ότι, αν ακολουθήσει περίοδος πολιτικής αστάθειας σε επόμενη φάση, αυτό θα κοστίσει πολύ ακριβά στη χώρα μας. Περιθώρια για δωρεάν πολιτικά «παιχνίδια» και «κόλπα» δεν υπάρχουν πλέον στην Ελλάδα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 22 Απριλίου 2022