Οι διεθνείς εξελίξεις απομακρύνουν ταχέως την Ευρωπαϊκή Ένωση από τους καταστατικούς στόχους της, που κατά βάση περιελάμβαναν την «ολοκλήρωσή» της ως ενιαίου συνόλου οικονομικών, πολιτισμικών αρχών και γεωπολιτικής ισχύος. Μετά την πτώση του Τείχους, η Ε.Ε. είχε άμεση εμπλοκή στο σχέδιο διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας και νέας «αρχιτεκτονικής» στα Δυτικά Βαλκάνια, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έδωσε χώρο ξέφρενης οικονομικής δράσης στην ενοποιημένη Γερμανία και η Ε.Ε. έχασε τη συνοχή της με τη διεύρυνσή της με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, που, λόγω του μεταπολεμικού παρελθόντος τους υπό την ΕΣΣΔ, σκέπτονται πιο πολύ «αμερικανικά» παρά ευρωπαϊκά. Οι ηγεσίες της Ε.Ε. δεν έδωσαν την πρέπουσα σημασία της δημοσίως εκφρασμένης άποψης της Ουάσινγκτον περί «παλαιάς» και «νέας» Ευρώπης, μετά τη διεύρυνσή της. Όμως, το πρώτο μικρό βήμα για την επανακατάκτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε γίνει. Αθορύβως.

Σήμερα, η Ε.Ε. είναι πλέον ένα σύνολο χωρών που ακολουθεί την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ στη «Γηραιά Ήπειρο» και ορίζει την οικονομική της κατάσταση από τις πολιτικές της Ουάσινγκτον στο ουκρανικό ζήτημα. Η «ολοκλήρωση» της Ε.Ε. αποτελεί πλέον ένα όνειρο της δεκαετίαςτου ’80, μια ανάμνηση που σβήνει με τον καιρό.

Η αλλαγή είναι μεγάλη για την Ευρώπη, που τώρα αναζητά αγωνιωδώς ένα «πρόσωπο» στο νέο μεταβαλλόμενο σκηνικό, που ορίζεται σε αυτή τη φάση από τους στόχους και τις κινήσεις των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, της Κίνας, της Ρωσίας, ακόμα και από την ψυχοπαθή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.

Μέσα στον κύκλο των επιλογών της στρατηγικής των ΗΠΑ για την Ευρώπη, εγείρεται πάλι η υπόθεση της ενσωμάτωσης των Δυτικών Βαλκανίων στο οικοδόμημα της Ε.Ε. Τούτη τη φορά, το ζήτημα είναι «ασορτί» με το τοπίο που διαμορφώνεται μετά την 24η Φεβρουαρίου: Η Ευρώπη πρέπει να φέρει κοντά της τα Δυτικά Βαλκάνια, με σχέδιο ένταξής τους στην Ε.Ε., προκειμένου να κλείσουν εντελώς οι βαλκανικοί δρόμοι σχέσεων και πολιτικών επιρροών της Ρωσίας και να δυσκολευτούν οι οικονομικές «διαδρομές» της Κίνας σε αυτή την περιοχή.

Ήδη, το ΝΑΤΟ καλύπτει στρατιωτικά αυτόν τον χώρο. Και ολίγο ενδιαφέρει τον αμερικανικό παράγοντα η χαμηλή έως κάκιστη πολιτική και οικονομική ποιότητα χωρών όπως η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία ή το Κόσοβο. Η Ε.Ε. δεν έχει άλλη επιλογή παρά να «φορτωθεί» και αυτές τις χώρες, διότι σήμερα για τη συμμαχία της Δύσης προέχει η χωρίς κενά στρατηγική κάλυψη όλων των δρόμων που από το Σουέζ, τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα οδηγούν στην Κεντρική Ευρώπη και τη Βαλτική. Το νέο αντι-ρωσικό «τείχος» είναι ήδη υπό κατασκευή. Η Ελλάδα, χώρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και σε στενή αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ, μετέχει χωρίς επιφυλάξεις σε αυτό το σχέδιο και κινείται για την προαγωγή των σχέσεων Δυτ. Βαλκανίων με την Ε.Ε., όπως και για την ένταξη της Ουκρανίας και της Μολδαβίας στην Ενωση.

Η Αθήνα γνωρίζει πλέον ότι έτσι κι αλλιώς η ευρωπαϊκή υπόθεση ως αυτοτελές ενοποιητικό εγχείρημα περνάει τις χειρότερες ημέρες της. Η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη δεν βλέπει σήμερα για ποιον λόγο θα έπρεπε να μη συμπλέει στρατηγικά με τις ΗΠΑ. Η Ε.Ε. έχασε πολλές «φάσεις» εξελίξεων μετά το δραματικό 1989-1990 από δικές της λανθασμένες επιλογές εξαιτίας της αλαζονικής Γερμανίας και της αδράνειας της Γαλλίας. Η ελληνική διπλωματία έχει χρεωθεί τα δικά της λάθη αδρανείας στην Ε.Ε., αλλά ποτέ δεν έπαψε να της επισημαίνει τους κινδύνους που γεννούσαν οι εθνικισμοί των Δυτικών Βαλκανίων, όπως και οι αναθεωρητικές πολιτικές του αυταρχικού ισλαμιστή Ερντογάν. Ας χρεωθούν τώρα, λοιπόν, οι «ισχυροί» της Ευρώπης τα φτωχά και πολιτικά καθυστερημένα Δυτικά Βαλκάνια στο μεγάλο σχέδιο. Το τι ακριβώς θα σημάνει αυτό για τα ελληνικά συμφέροντα θα φανεί, βεβαίως, στη συνέχεια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 25 Ιουνίου 2022