Καμία χώρα, ακόμα και η ισχυρότερη του κόσμου, δεν κινείται στον διεθνή στίβο σε τροχιές που την απαλλάσσουν από προβλήματα, εξαρτήσεις και υποχρεώσεις έναντι τρίτων. Ενα πλέγμα εξαναγκασμών είναι το πεδίο των διεθνών σχέσεων και των ισορροπιών που παράγονται από αυτές. Μόνο στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη στην πολιτική σκηνή δυνάμεις που θέλουν τη χώρα να κινείται στον κόσμο σε μια δική της, ελεύθερη τροχιά στις υποθέσεις της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων, της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας. Διατηρούνται ακόμα και σήμερα στην ελληνική σκηνή παιδαριώδεις απόψεις περί εξωτερικών υποθέσεων, καθώς και φαντασιώσεις σχετικά με το τι μπορεί και πρέπει να κάνει η χώρα μας στον διεθνή στίβο για να υπερασπίζεται τα «δίκια» της. Ομως αυτό που θέτει τα όρια των δυνατοτήτων κάθε χώρας για χάραξη μιας κερδοφόρας πολιτικής εξωτερικών υποθέσεων και εθνικής ασφάλειας είναι: α) η κατάσταση της διεθνούς πραγματικότητας και οι μεταβλητές της, β) η ποιότητα του κράτους και της παραγωγικής βάσης, η άμυνα και τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας.

Στην Αθήνα, όμως, και αυτός ο τομέας λειτουργεί ως «ελληνική ιδιαιτερότητα» σε ένα εσωστρεφές πολιτικό «περιβάλλον», που αρνείται να αναδείξει ένα στέρεο εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την Ελλάδα και διστάζει να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τον σύγχρονο κόσμο. Οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν κυβερνήσει τη χώρα την τελευταία 20ετία ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε «πατριωτισμό» και «ορθή» υπεράσπιση εθνικών συμφερόντων, με έντονες επικρίσεις και απαξιωτικά σχόλια κυβερνητικών αποφάσεων και αντιπολιτευτικών επιχειρημάτων.

Όμως, δεν λείπει η πονηριά στους κύκλους των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Αυτές, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση, πράττουν ό,τι προηγουμένως έκριναν αρνητικά και, όταν βρεθούν στην αντιπολίτευση, διαφωνούν με πολιτικές αποφάσεις και θέσεις που βρίσκονταν προηγουμένως στη δική τους «γραμμή». Έτσι, ένα κόμμα, ένας πολιτικός, ανάλογα με το αν είναι στη διακυβέρνηση της χώρας ή στην αντιπολίτευση, μπορεί να είναι και υπέρ και κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, να είναι υπέρ και κατά της εμβάθυνσης των στρατιωτικών σχέσεων Ελλάδας - ΗΠΑ, υπέρ ή κατά των νέων εξοπλισμών, να κρίνει άσχημα ή θετικά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον και να προτιμά τις γενικότητες όταν αναφέρεται στο Κυπριακό. Με τον τρόπο αυτόν, είναι όλοι «εντάξει» απέναντι στα κομματικά ακροατήρια (έτσι νομίζουν, τουλάχιστον). Παραλλήλως, όμως, επειδή δεν είναι τόσο αφελής όσο νομίζουμε εμείς ο «λαός», κάνουν και τη «δουλειά»: Υπογράφουν τη Συμφωνία στις Πρέσπες, υπογράφουν δαπανηρούς, πλην χρήσιμους, εξοπλισμούς, υπογράφουν αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, προσυπογράφουν το εμπάργκο στη Ρωσία.

Τα κάνουν όλα αυτά θέλοντας και μη, υπό την πίεση των γεγονότων, υπό την πίεση εταίρων και συμμάχων στο νέο διεθνές σκηνικό στρατηγικών κατανομών που σχεδιάζονται στην περιοχή μας και υπό την πίεση της διαρκούς τουρκικής απειλής.
Τοιουτοτρόπως, φτάνουμε σε μια ιδιότυπη πραγματικότητα, κατά την οποία τρίτοι παράγοντες, εκτός Ελλάδας, σχεδιάζουν και υποβάλλουν αποφάσεις, τις οποίες με καθαρότητα σκέψης και πολιτικές δεξιότητες δεν μπορούν, δυστυχώς, να πάρουν με διακομματική συναίνεση οι πολιτικές ηγεσίες της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Ετσι, έχουμε ένταση και διαφωνίες στο εσωτερικό μέτωπο, λογική και πραγματισμό στο εξωτερικό. Αναμενόμενο αυτό.

Όμως, ο πολιτικός χρόνος δεν μένει ακίνητος. Σήμερα, ραγδαίες εξελίξεις και απειλές στα σύνορά μας προκαλούν αλλαγή συμπεριφοράς στην πολιτική σκηνή. Τώρα, ο «αναθεωρητικός» ισλαμιστής Ερντογάν υποχρεώνει τα ελληνικά κόμματα να συμφωνήσουν ότι μόνο μία πολιτική μπορεί να ασκηθεί απέναντι στη θρασεία, πολεμοχαρή συμπεριφορά του: διπλωματία διεθνούς καταδίκης της συμπεριφοράς του και ισχυρή στρατιωτική δύναμη αποτροπής. Ακόμα κι έτσι, πάντως, δεν λείπουν οι «ενστάσεις», τα πικρόχολα σχόλια και οι αποδοκιμασίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε επιμέρους κυβερνητικούς χειρισμούς. Προφανώς κάποιες «συνήθειες» αντέχουν στον χρόνο και δεν αλλάζουν. Για την κατάσταση της ελληνικής σκηνής, πάντως, οι επιτελείς του Ερντογάν κρατούν «σημειώσεις».