Η κυβέρνηση της Αριστεράς, μιμούμενη τους αστούς προκατόχους της, δεν αναλαμβάνει τον ρόλο της για το άνοιγμα μιας τέτοιας προοπτικής, αλλά και η αντιπολίτευση δεν φαίνεται διατεθειμένη να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και αρκείται στη διατύπωση αιτημάτων για «ενημέρωσή» της σε «έκτακτες» περιστάσεις.

Είναι σαφές ότι δεν έχει γίνει από όλους αντιληπτή μια μεγάλη, ιστορικών διαστάσεων, αλλαγή σε αυτόν τον τομέα: Οι εξωτερικές υποθέσεις, ελληνικές και διεθνείς, τουλάχιστον στην περιοχή μας, εξελίσσονται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενο, πολύ μακριά πλέον από εκείνον τον παλιό, σταθερό «αυτόματο πιλότο» των Δύο Κόσμων.

Σήμερα, δίπλα στην Ελλάδα πολλά ανασχεδιάζονται ή επιχειρείται να αλλάξουν μορφή και καθεστώς. Τουρκία, Κουρδικό, πόλεμος στη Συρία, νέες αντιπαλότητες, αλλά και αναδυόμενες συμμαχίες στην Εγγύς Ανατολή και την Ανατ. Μεσόγειο, όπου περίοπτη θέση κατέχει η Κύπρος, δημιουργούν μια σύνθεση προβλημάτων στην οποία όλα, άμεσα ή έμμεσα, αφορούν την Ελλάδα.

Ειδικότερα, δε, η γειτονική Τουρκία κινείται στον άξονα Αιγαίου-Κύπρου κατά τρόπο που υποχρεώνει την Αθήνα όχι μόνο να είναι σήμερα σε διπλωματική και αμυντική «εγρήγορση», αλλά και να πάρει κάποιες σοβαρές αποφάσεις.

Νέες στρατηγικές επιδιώξεις τρίτων στο διεθνές περιβάλλον της χώρας μας (και με «ανοικτές» ακόμα κάποιες υποθέσεις στα Βαλκάνια) πιέζουν δυνατά την ελληνική εξωτερική πολιτική, που δεν είναι δυνατόν να ασκείται σήμερα με τις δυνάμεις που διέθετε και κινούσε τις περασμένες δεκαετίες.

Ο εκσυγχρονισμός των μηχανισμών και του τρόπου λειτουργίας της εξωτερικής πολιτικής είναι τώρα περισσότερο από απαραίτητος και αποτελεί ζήτημα εθνικής ευθύνης για την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Ετσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είναι ισχυρό το ενδεχόμενο να σημειωθούν πριν από όλα στην υπόθεση της Κύπρου εξελίξεις οι οποίες θα απαιτήσουν τη συνυπογραφή της Ελλάδας σε ιστορικές επιλογές και αποφάσεις.

Αν, λοιπόν, στην ελληνική πολιτική σκηνή δεν έχει επιτευχθεί προηγουμένως η χάραξη εθνικών γραμμών ευρείας αποδοχής από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις της χώρας, τότε είναι πιθανό να βρεθεί η Ελλάδα στη δίνη μιας εσωτερικής πολιτικής κρίσης εξαιτίας αποφάσεων της κυβέρνησης.

Το Κυπριακό ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων υποθέσεων που μπορούν και να ρίξουν κυβερνήσεις. Ας θυμηθούμε ότι σε ένα πολύ μικρότερου βάθους, πλην εθνικά «ευαίσθητο» ζήτημα, όπως ήταν το «Σκοπιανό» προ 25ετίας, «φαγώθηκε» μια κυβέρνηση και η πολιτική σκηνή στην Αθήνα πέρασε μια περίοδο πέντε ετών πολιτικής «αναστάτωσης».

Στην τρέχουσα περίοδο, στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής ασφάλειας τα πράγματα είναι δύσκολα όσο ποτέ άλλοτε για την Αθήνα. Στο σημείο που έχουν ήδη οδηγηθεί οι συνομιλίες στο Κυπριακό, και με την Τουρκία άκρως επιθετική στο Αιγαίο, να ξεκαθαρίζει τις στρατηγικές επιδιώξεις της στην Κύπρο, η Αθήνα οδηγείται εκεί όπου θα κληθεί να πει τα μεγάλα «ναι» και τα μεγάλα «όχι». Αν, λοιπόν, στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο η «εθνική συνεννόηση» είναι αυτή που είναι σήμερα, τότε μάλλον θα έχουμε προσεχώς «στην τσέπη» μια σοβαρή πολιτική κρίση.