Για κάθε χώρα, μεγάλη ή μικρότερη, οι υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας κινούνται σε ένα διεθνές πλέγμα εξαρτήσεων και εξαναγκασμών. Πιέσεις, πολιτικοί και οικονομικοί εκβιασμοί, καθώς και στρατηγικά «παιχνίδια» βρίσκονται στο κέντρο αυτού του πεδίου. Ακόμη και η ισχυρότερη χώρα του κόσμου δεν μπορεί να κινείται διεθνώς σε δική της, «ελεύθερη τροχιά», διότι, προκειμένου να διατηρεί την ισχύ και το κύρος της, έχει ανάγκη να εξασφαλίζει καλές σχέσεις με τρίτες χώρες και στρατηγικούς συμμάχους σε διάφορες «ευαίσθητες» περιοχές του πλανήτη.

Στόχος κάθε πλευράς είναι πάντοτε η διασφάλιση κερδών ή η αποφυγή ζημιών ή οι επωφελείς «ισορροπίες». Δυσκολότερο και συχνά «σκληρό» είναι, φυσικά, το διπλωματικό έργο χωρών με περιορισμένη πολιτική δύναμη στο περιβάλλον τους, όπου κατέχουν χαμηλή θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Τέτοια είναι και η περίπτωση της Ελλάδας. Η κατάσταση της δικής μας χώρας, που είναι φορτωμένη με οξεία οικονομική κρίση, αλλά και με λάθη και παραλείψεις πολλών ετών στα πεδία των εξωτερικών υποθέσεων, την καθιστά ευάλωτη σε πιέσεις και «εκβιασμούς» από ισχυρότερες χώρες, που μάλιστα είναι και μεγάλοι δανειστές της και επόπτες της εθνικής οικονομίας της. Αλλά, όπως σε όλα, έτσι και στην εξωτερική πολιτική υπάρχουν όρια παραδοχών σε μια υπό διεθνή «πίεση» ασκούμενη διπλωματία.

Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η σημερινή, άσχημη κατάσταση της Ελλάδας επιτρέπει σε μια κυβέρνησή της να απαντά με ένα «ναι» σε κάθε επιθυμία, σε κάθε προτροπή τρίτων δυνάμεων, για αποφάσεις που τους είναι αρεστές (έτσι, με την ευλογία ισχυρών τρίτων, βιαστικοί και ενθουσιώδεις για συζήτηση «εφ’ όλης της ύλης» με την Αλβανία, οι κ. Τσίπρας και Κοτζιάς βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε σοβαρά νομικά προβλήματα και μόλις την τελευταία στιγμή απέφυγαν οδυνηρά «στραπατσαρίσματα»…).

Σήμερα, οι εξελίξεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνουν ότι ο πρωθυπουργός συνδυάζει ζητήματα σχετικά με τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα με σημαντικές εξωτερικές υποθέσεις της, ειδικού ευρωατλαντικού «ενδιαφέροντος» στη Βαλκανική χερσόνησο. Δεν ζητάει βεβαίως κανείς από τον κ. Τσίπρα να παριστάνει τον «παλληκαρά» σε Ευρωπαίους εταίρους και ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους, όταν αυτοί ανοίγουν στα Βαλκάνια ζητήματα όπως αυτό των Σκοπίων και της Αλβανίας.

Οι «μαγκιές» στη διεθνή πολιτική όχι μόνο δεν είναι τζάμπα, αλλά, αντιθέτως, κοστίζουν ακριβά (το έμαθε αυτό ο κ. Τσίπρας το καλοκαίρι του 2015). Ομως, ο πρωθυπουργός εμφανίζεται τώρα σαν σπουδαίος «παλληκαράς», που «όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει», όχι στα μάτια των ισχυρών ξένων, αλλά απέναντι στους πολιτικούς και τους πολίτες της δικής του χώρας, της Ελλάδας! Χωρίς στρατηγικό σχέδιο (όπως και οι ένοχοι γι’ αυτό προκάτοχοί του), χωρίς συνεργασίες με τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, χωρίς επιθυμία για αναζήτηση και συλλογή απόψεων και εμπειριών από πολιτικά πρόσωπα που κατά το παρελθόν χειρίστηκαν σημαντικές βαλκανικές υποθέσεις, ο πρωθυπουργός μοιράζεται έπαρση και εγωισμό με τον υπουργό Εξωτερικών του, για να «καθαρίζει» υποθέσεις περίπλοκες και πλούσιες σε εθνικές «ευαισθησίες».

Ολα τούτα συμβαίνουν βιαστικά, με προετοιμασίες σε «σκοτεινό θάλαμο», με το επιχείρημα της «σταθερότητας» στα Βαλκάνια και της διατήρησης αρμονικών σχέσεων της Ελλάδας με τον «διεθνή παράγοντα», δηλαδή με τις ΗΠΑ και τον σκληρό Γερμανό δανειστή.

Η δεινή οικονομική θέση της χώρας δίνει στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ένα «άλλοθι» για να υποτάσσει εξωτερικές υποθέσεις ιδιαίτερου βαλκανικού ενδιαφέροντος στην ανάγκη για την «καλή γνώμη» και την «επιεική» συμπεριφορά των δανειστών προς την πάσχουσα Ελλάδα. Και αυτά με το βλέμμα της ηγεσίας στραμμένο στο εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο, με την ελπίδα ότι τα θερμά συγχαρητήρια των ξένων για τις επιλογές του κ. Τσίπρα και η εκφρασμένη καλή γνώμη των δανειστών προς αυτόν θα επηρεάσουν τελικώς θετικά για τον ΣΥΡΙΖΑ την εκλογική συμπεριφορά των βασανισμένων Ελλήνων πολιτών προσεχώς.