Στις συνεδριάσεις του Eurogroup έχει πολλαπλώς αποδειχθεί ότι το Βερολίνο ελέγχει τη διάθεση και της τελευταίας δεκάρας της δανειοτραφούς ελληνικής οικονομίας. Είναι απολύτως σαφές ότι η Γερμανία έχει υποβαθμίσει εξαιρετικά την Κομισιόν, αφού δεν της «ανήκει» (ακόμα). Και είναι, ως γνωστόν, προ πολλού μηδενισμένο το κύρος εκείνου του κάποτε σεβάσμιου Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών, EcoFin. Το κατάπιε κι αυτό, χωρίς να το καταργήσει στα χαρτιά, η «γερμανική» Ε.Ε.

Οσο για τη Γαλλία, κάνει ακόμα πως ούτε αυτό το κατάλαβε. Ο χλωμός «Βοναπάρτης», Εμανουέλ Μακρόν, εμφανίζει «οραματικές» προτάσεις και ζει με την παραίσθηση ότι ήδη «συγκυβερνά» την Ε.Ε. με την κ. Μέρκελ.

Οταν, λοιπόν, σήμερα ο κ. Τσίπρας συνομιλεί μετα-μνημονιακώς με την κ. Μέρκελ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και όταν προσπαθεί να εμφανιστεί στους κόλπους της Ε.Ε. ως νεόδμητος «σοσιαλδημοκράτης», ποια Ευρώπη έχει, άραγε, στον νου του; Η υπερχρεωμένη Ελλάδα βρέθηκε από το 2010 πιασμένη στις «μνημονιακές» δαγκάνες και οι ελληνικές κυβερνήσεις γεύτηκαν στη συνέχεια τη σιδηρά «αυστηρότητα» της Γερμανίας και τη στραγγαλιστική λαβή των δανειστών, που έκοψε την ανάσα του κ. Τσίπρα και έβγαλε «νοκ άουτ» τον κ. Βαρουφάκη το 2015.

Δυστυχώς, η δομική οικονομική κρίση της Ελλάδας, που ανέδειξε μια εντυπωσιακή εθνική καθυστέρηση δεκαετιών, συναντήθηκε χρονικά με τη συντριβή του σχεδίου της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» και την υποταγή αυτού του φιλόδοξου πολιτικού εγχειρήματος στην οικονομική ισχύ του Βερολίνου. Η εξέλιξη αυτή συνετέλεσε στη δημιουργία ενός ασφυκτικού οικονομικού περιβάλλοντος για την καταχρεωμένη Ελλάδα, τη χώρα μας με την ισχνή παραγωγική βάση, την ανάπηρη δημόσια διοίκηση, τη δημογραφική συρρίκνωση και το χαμηλό τεχνικό πολιτισμό.

Σήμερα, όλα στην ευρωζώνη υπάγονται κατά βάση στην κρίση της Γερμανίας. Από το «Μάαστριχτ» (1992) και πέρα, το μεταπολεμικό «όραμα» της ενωμένης Ευρώπης πήγε… περίπατο. Το σχέδιο για Ευρωπαϊκή Κοινότητα (αμερικανικής εμπνεύσεως) και οι ιδέες του Ζαν Μονέ και του Ρομπέρ Σουμάν εξαερώθηκαν, ενώ η ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση» γηράσκει σε αίθουσα μακράς αναμονής.

Ο πολύς Φρανσουά Μιτεράν δεν αντελήφθη τι ακριβώς σήμαινε μετά το 1990 το κοινό νόμισμα, σε συνδυασμό με την ενοποίηση της Γερμανίας, και έτσι η συνέχεια για την Ευρώπη του ευρώ ήταν φυσιολογική, αναμενόμενη και «γερμανική». Ουσιαστικά, με το «Μάαστριχτ» και την επιβολή της γερμανικής ηγεμονίας στην Ε.Ε., εξέλειπε πλέον η θεμελιώδης αιτία της «ευρωπαϊκής ενοποίησης».

Οπως σημείωνε προ πενταετίας ο πρώην καγκελάριος, Χέλμουτ Σμιτ, «η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν μια δικλίδα ασφαλείας κατά της γερμανικής ροπής προς τη σαγήνη της ισχύος». Και πρόσθετε ότι «οι μεταπολεμικές ενοποιητικές εξελίξεις στην Ευρώπη βασίστηκαν στη ρεαλιστική συνειδητοποίηση του φόβου της μελλοντικής ανάκτησης ισχύος από τη Γερμανία».

Με χαμένο, λοιπόν, σήμερα το παιχνίδι της ευρωπαϊκής «ενοποίησης», με το φάντασμά της να αιωρείται μελαγχολικά πάνω από το Μπερλεμόν, στις Βρυξέλλες, η σημερινή οικονομικά κατεστραμμένη Ελλάδα έχει να ελπίζει πρωτίστως στην καλή διάθεση του Βερολίνου - που για την ώρα, πάντως, δεν δείχνει διατεθειμένο να χαλαρώσει την «αυστηρότητά» του απέναντι στην Αθήνα. Ο οικονομικός έλεγχος της τραπεζο-τεχνοκρατίας των δανειστών θα παραμείνει στενός.

Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα βρίσκεται μπροστά σε μια ακόμη δυσάρεστη πραγματικότητα: Οχι μόνο δεν έχει τίποτε να περιμένει από τη στρατηγική της Ε.Ε. στην περιοχή μας (για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή δεν υφίσταται), αλλά το δίδυμο Τσίπρα-Κοτζιά «συζητά» για τα Δυτικά Βαλκάνια με το Βερολίνο, που έχει αυθαιρέτως αναλάβει πολιτικό ρόλο σχεδιαστή και «προστάτη» τους. Από τη Γερμανία, λοιπόν, που ελέγχει απολύτως τα οικονομικά της χώρας μας, ο πρωθυπουργός περιμένει σήμερα συνεργασία μαζί της για εθνικά επωφελείς λύσεις σε αυτήν τη βαλκανική περιοχή. Και εντυπωσιάζει ο κ. Τσίπρας όταν εμφανίζεται, εκτός πραγματικότητας, να διαφημίζει στην τρέχουσα ρητορεία του τη διαγραφόμενη δυνατότητα της Ελλάδας να… «ανακτήσει» τον «ηγετικό ρόλο» της στα Βαλκάνια! Λες και τον είχε και τον έχασε - πότε άραγε;