Η υπόθεση της παραίτησης του κ. Ν. Κοτζιά από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, έτσι όπως εξελίχθηκε και κατέληξε, ξεπερνά κατά πολύ τα «βάσανα» του πρωθυπουργού με τον πολλαπλώς προβληματικό κυβερνητικό συνέταιρό του, κ. Π. Καμμένο. Αυτό που έχει σημασία αφορά πριν απ’ όλα την Ελλάδα, και όχι τα ενδοκυβερνητικά προβλήματα και τα «καπρίτσια» του κ. Τσίπρα.

Η ζημιά από αυτή την υπόθεση είναι πολύ μεγάλη. Διότι τούτη την ώρα η χώρα δεν διαθέτει, επί της ουσίας, υπουργό Εξωτερικών έτοιμο να διαχειριστεί τα μεγάλα και «ανοικτά» προβλήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, σε περίοδο, μάλιστα, που τα πάντα είναι ρευστά γύρω από την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός διαχειρίστηκε κατά τον χειρότερο τρόπο την απαράδεκτη συμπεριφορά του υπουργού Αμυνας, την «κόντρα» του με τον κ. Ν. Κοτζιά και την αιτιολογημένη οργή του υπουργού Εξωτερικών, που εν ψυχρώ «αδειάστηκε» από τον κ. Τσίπρα και από τους πρώτης τάξεως συναδέλφους του στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Αν ο πρωθυπουργός ήθελε για συγκεκριμένους λόγους να αλλάξει τον πολιτικό προϊστάμενο της ελληνικής διπλωματίας, όφειλε να το κάνει αυτό προσεκτικά, με σοβαρότητα, χωρίς «κόλπα», σε καλά υπολογισμένη χρονική στιγμή, έτσι ώστε να μη μείνει ξαφνικά ακέφαλη η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Ο κ. Τσίπρας κράτησε και στήριξε τον κ. Ν. Κοτζιά στην άσκηση μιας εξωτερικής πολιτικής, που παγίως βρίσκεται υπό την πλήρη έγκριση και εποπτεία του πρωθυπουργού της χώρας.

Μπορεί να έχει όντως έναν «δύσκολο» χαρακτήρα ο κ. Κοτζιάς, μπορεί να επιδεικνύει μία κάποια «εγωπάθεια», να έχει μια δική του μέθοδο δουλειάς, μπορεί να έχει και το «ταλέντο» της συγκέντρωσης αντιπάθειας από πολλούς γύρω του, όμως, όλα αυτά, ακόμα κι αν θα δεχόμασταν ότι ενέχουν δόσεις αλήθειας, πότε τα είδε, πότε τα «θυμήθηκε» ο κ. Τσίπρας, πότε τον «ενόχλησαν»; Ο πρωθυπουργός, εκτιμώντας κάποια προσόντα και δεξιότητες του κ. Κοτζιά, τον εμπιστεύθηκε απολύτως και συνεργάστηκε μαζί του για τέσσερα χρόνια και μάλιστα σε πολύ σοβαρές εθνικές υποθέσεις, μία εκ των οποίων είναι και το εξαιρετικά ευαίσθητο «Μακεδονικό», που φέρει μεγαλοπρεπώς τη σφραγίδα Τσίπρα-Κοτζιά. Και είναι μαζί με τον κ. Ν. Κοτζιά που ο πρωθυπουργός προώθησε μια σειρά εξωτερικών υποθέσεων, πίσω από «κλειστές πόρτες», χωρίς να ρωτήσει κανέναν - τελευταίο δείγμα της στενής, «απόρρητης» συνεργασίας τους η απόφαση για επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο.

Οταν, λοιπόν, ο ευέλικτος κ. Τσίπρας τον «αποχαιρέτησε» στο υπουργείο Εξωτερικών προ ολίγων ημερών, τον επαίνεσε τόσο ένθερμα, ώστε να πάρει τελικώς και έναν χαρακτήρα φάρσας ο «αποκεφαλισμός» του κ. Κοτζιά. Τώρα, οι εταίροι και οι σύμμαχοι της Ελλάδας, ο Ταγίπ Ερντογάν, η Λευκωσία, οι βαλκανικοί γείτονες ποια άποψη, άραγε, έχουν για την ποιότητα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, για τη σταθερότητα της κυβέρνησης και για την οργάνωση της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας;

Μάλλον δεν είναι υπερβολικό να υποθέσει κανείς ότι η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται τώρα διεθνώς με μεγάλα ελλείμματα σοβαρότητας. Ειδικότερα, ο πρωθυπουργικός χειρισμός της «υπόθεσης Κοτζιά» αποδυνάμωσε απότομα την εξωτερική πολιτική της χώρας.

Ο κ. Τσίπρας φρέναρε την όποια δυναμική μπορεί να είχε αποκτήσει η ελληνική διπλωματία σε κάποιες εξωτερικές υποθέσεις. Οδηγεί αναπόφευκτα σε τεράστια ανησυχία η σκέψη ότι τούτη την ώρα πρόκειται να διαχειριστούν «εκτάκτως» οι κ.κ. Τσίπρας και Κατρούγκαλος όχι μόνο τα των «Πρεσπών», αλλά και τα Ελληνοτουρκικά (και μάλιστα με την Αγκυρα να φτιάχνει εκ νέου κλίμα «πολεμικό»), καθώς και τον νέο «διάλογο» για το Κυπριακό, που φαίνεται να προετοιμάζεται εντατικά από τον «διεθνή παράγοντα». Οσο για την κατάσταση της ταλαιπωρημένης διπλωματικής υπηρεσίας, αυτή πέρασε σε χρόνο-αστραπή από την «τυραννία Κοτζιά» στη σύγχυση και από εκεί σε ατμόσφαιρα «καφενείου».