Όταν η παρούσα κυβέρνηση εμφανίζεται ως φορέας μεταρρυθμίσεων, με νέα αντίληψη διαχείρισης των πολιτικών, οικονομικών και διοικητικών πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν να ασκεί εξωτερική πολιτική κατά τον τρόπο που το κάνει σήμερα, μιμούμενη βεβαίως τους προκατόχους της.

Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η έκθεση των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας επάνω στη δημόσια σκηνή, στο κοινό και στα πεδία αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Οι υποθέσεις αυτές, σήμερα σημαντικές όσο ποτέ άλλοτε για την προάσπιση ζωτικών εθνικών συμφερόντων, ναι μεν στα λόγια των πολιτικών αρχηγών απαιτούν σοβαρότητα, «εθνική ομοψυχία» και «συναινέσεις», αλλά στην πράξη είναι «απλωμένες» στην εσωτερική σκηνή, προσφερόμενες για εξωθεσμικές πολιτικές κουβέντες, εντάσεις και «κριτικές» πάσης φύσεως. Ετσι, κρίσιμα ζητήματα που αφορούν πραγματικά στοιχεία και εξελίξεις στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθώς και ζητήματα εθνικής ασφάλειας, όπως είναι το Μεταναστευτικό στα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, φτάνουν να είναι ανοικτά για κάθε είδους κρίσεις, «προβλέψεις» και «πληροφορίες» παντός τρίτου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης και ανησυχιών στην ελληνική κοινωνία.

Δεν φταίνε γι’ αυτό, παρά μόνον οι διαχρονικοί φύλακες του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης, οι οποίοι συνειδητά, και όχι από αμέλεια, αντιπαθούν τα θεσμικά επιτελικά όργανα, που θα όριζαν το περιεχόμενο και τα όρια της εθνικής πολιτικής που κάθε κυβέρνηση θα έπρεπε να ασκεί στη βάση σχεδίων. Με λίγα λόγια, οι ελληνικές κυβερνήσεις προτιμούν να αυτοσχεδιάζουν, να δρουν κατά περίπτωση, να ορίζουν τις επιλογές τους χωρίς δεσμεύσεις από θεσμικά όργανα. Δεν θέλουν θεσμικά scripta. Προτιμούν να κρατούν για τον εαυτό τους «απόρρητα» στοιχεία, να επιδίδονται σε αυτό που ονομάζουν «μυστική διπλωματία», με παγίως απούσα τη σχεδιασμένη από θεσμικά όργανα εθνική στρατηγική, η οποία πρέπει να βρίσκεται στη βάση κάθε κυβερνητικής πολιτικής σε υποθέσεις διπλωματίας και εθνικής ασφάλειας. Αναμενόμενο είναι να προκαλεί αυτή η παλιομοδίτικη, πλην εξαιρετικά ανθεκτική «παράδοση», ερωτήματα, ανησυχίες, συχνά και σύγχυση, όχι μόνο στη δημόσια σκηνή, αλλά τελικώς και στις ίδιες τις κυβερνήσεις. Αυτές, μάλιστα, δεν διστάζουν κατά καιρούς να επιδίδονται και σε «διαρροές» προκειμένου να προβάλλουν πλαγίως κάποιες «καταστάσεις», κάποιες προθέσεις τους ή να δοκιμάζουν την αντοχή ορισμένων «δύσκολων» αποφάσεών τους απέναντι σε πολιτικούς και πολίτες.

Η συνέχιση αυτής της τακτικής είναι κατάφωρα ζημιογόνος. Το κακό είναι μάλιστα διπλό. Αυτό είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού τόσο από την αγωνιώδη διαχείριση των υποθέσεων σε συχνά «καυτό» εσωτερικό πολιτικό τοπίο όσο και από τις επιτυχίες της άλλης πλευράς, δηλαδή της Τουρκίας. Το δυστύχημα για την Αθήνα είναι ότι η Αγκυρα σκέπτεται εντελώς διαφορετικά: Το τουρκικό καθεστώς με σχεδιασμένες από θεσμικά όργανα εθνικές στρατηγικές για την Ελλάδα, ουσιαστικά από τη δεκαετία του ’50, σταθερά και συστηματικά κινείται βάσει σχεδίων και σημειώνει επιτυχίες σε πολιτικό και νομικό επίπεδο, φθάνοντας σήμερα να αμφισβητεί έννομα, διεθνώς κατοχυρωμένα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, αλλά και να προκαλεί τεράστιο πρόβλημα ασφάλειας στην Ελλάδα με τη σχεδιασμένη, επιθετική πολιτική Ερντογάν στο Μεταναστευτικό.

Η ελληνική διπλωματία, έπειτα από μια περίοδο αμηχανίας, κινείται σήμερα δραστήρια στη διεθνή σκηνή για την εξασφάλιση συμμαχιών, αλλά, την ίδια ώρα, στην Αθήνα, τα χρόνια ελλείμματα στρατηγικής έχουν προκαλέσει αβεβαιότητα για τα επόμενα βήματα της κυβέρνησης και έχουν φέρει στο πολιτικό προσκήνιο διαφορετικές εκτιμήσεις και έντονες διαφωνίες για τη «Χάγη» και για τον τρόπο διαχείρισης των ζητημάτων προσδιορισμού των θαλάσσιων ζωνών και της τουρκολιβυκής συμφωνίας για «μοίρασμα» της μεσογειακής ΑΟΖ σε βάρος της Ελλάδας.

Δίπλα σε αυτά, ενισχύεται στη δημόσια σκηνή η δημιουργία «στρατοπέδων» μεταξύ υποστηρικτών του «διαλόγου» με την Τουρκία και εκείνων που απορρίπτουν την προοπτική αυτή, δίνοντας βάρος στην αποτρεπτική στρατιωτική ισχύ της χώρας μας. Σε αυτό το κλίμα είναι αυτονόητο πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να ασκεί σήμερα η κυβέρνηση εξωτερική πολιτική με στρατηγική αντίληψη και ουσιαστική διακομματική στήριξη, απαλλαγμένη από εσωτερικές πιέσεις.