Tο ότι υπάρχουν κυκλώματα διαφθοράς σε πολιτικούς χώρους, στον κρατικό μηχανισμό και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι γνωστό σε όλους τους Ελληνες. Οπως ξεκάθαρο είναι πλέον και το ακριβό τίμημα που πληρώνει η Ελλάδα εντός και εκτός των συνόρων της από το βάθος και την έκταση του φαινομένου. Το πρόβλημα αυτό βρίσκεται στο κέντρο των αιτίων που εξηγούν γιατί η χώρα δεν διοικείται σωστά, δεν αναπτύσσεται κανονικά, μένει οικονομικά μαραμένη και βραδυπορεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον της, ανίκανη να διεκδικήσει μια αξιοπρεπή θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Συνεπώς, ως αυτονόητη και εθνική προβάλλει η ανάγκη πάταξης της διαφθοράς στη χώρα μας και αυστηρού ελέγχου όσων από θέσεις πολιτικής και διοικητικής εξουσίας διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα.

Ποιος πολίτης μπορεί να διαφωνεί με το ότι θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά, χωρίς «εκπτώσεις», κατά τα προβλεπόμενα από τους νόμους, οι αχρείοι, επίορκοι πολιτικοί, που πλουτίζουν κλέβοντας εθνικούς πόρους; Ολες, λοιπόν, οι υποθέσεις που αφορούν περιπτώσεις «μαύρου» πολιτικού χρήματος συνιστούν όντως ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίζονται αναλόγως από τη Δικαιοσύνη. Οι ελεεινοί που κλέβουν τους Ελληνες πολίτες, οι ασυνείδητοι, επίορκοι πολιτικοί και κρατικοί παράγοντες, που, άπληστοι και διεφθαρμένοι οι ίδιοι, διαφθείρουν συνειδήσεις άλλων γύρω τους, πρέπει να πληρώσουν. Ομως, τα πράγματα αλλάζουν δραματικά και χειροτερεύουν την κατάσταση στον δημόσιο βίο της χώρας, όταν κυβερνήσεις και κόμματα επιχειρούν υπογείως, με δόλιες πολιτικές προθέσεις και ανάλογες «επικοινωνιακές» τεχνικές, να «διαχειριστούν» υποθέσεις εμπλοκής πολιτικών προσώπων σε σκάνδαλα, υπαρκτά ή εικαζόμενα, πριν από την έρευνα και τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης.

Οταν αυτό συμβαίνει, τότε το εσωτερικό πολιτικό κλίμα σκεπάζεται από ένα δηλητηριώδες νέφος, που φέρνει στην πολιτική σκηνή μια φρικτή «αρρώστια». Η αλήθεια μπερδεύεται με το ψεύδος, το δίκαιο παλεύει με το άδικο, η αξιοπιστία των οργάνων της Δικαιοσύνης δοκιμάζεται, δικαστικοί λειτουργοί διασύρονται, τα κομματικά πάθη, οι «λάσπες» και οι φανατισμοί δημιουργούν στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνία μια αποπνικτική κατάσταση, που στέλνει την «πάταξη της διαφθοράς» στα πιο σκοτεινά υπόγεια της πολιτικής. Και αυτό ευνοεί τελικώς, στην πλειονότητα των «σκοτεινών» υποθέσεων, τους αληθώς ενόχους, οι οποίοι επωφελούνται από το «αλαλούμ» που επικρατεί στην πολιτική σκηνή.

Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο διαχειρίζεται τα γνωστά σκάνδαλα το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου προκαλεί όλα τα παραπάνω. Γίνεται σαφές ότι πρώτος στόχος της πολιτικής ηγεσίας δεν είναι στα αλήθεια η πάταξη της διαφθοράς, αλλά η αντιπολίτευση, το «αστικό» πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Και επιπλέον με τη θορυβώδη και οξύτατα διχαστική «πολιτική» του και με την προπαγάνδα του το εν λόγω επιτελείο της «Αριστεράς» καθιστά στα μάτια της κοινωνίας αμφίβολη την αλήθεια σχετικά με τα σκάνδαλα και την ενοχή προσώπων, αφού τα σκάνδαλα γίνονται μόνο σκανδαλολογία. Φυσικά, η επιθετικότητα της κυβέρνησης του κ. Αλέξη Τσίπρα προκαλεί τις οργισμένες αντιδράσεις των πληττόμενων πολιτικών αντιπάλων της, που από την πλευρά τους υπόσχονται ανταπόδοση των πληγμάτων, όταν μετεκλογικά έρθει η ώρα της δικής τους εγκατάστασης στο Μέγαρο Μαξίμου.

Γίνεται έτσι εύκολα αντιληπτό τι θα ζήσει μετεκλογικά η κοινωνία της χώρας, τι θα «ακούσουν» οι Ελληνες πολίτες από πολιτικούς και κόμματα το 2019. Το ύφος και το ήθος της εξουσίας που επέλεξαν ο πρωθυπουργός και το επιτελείο των στενών συνεργατών του στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς ό,τι δεν έχει σχέση με τη διαμόρφωση πολιτικού κλίματος για εθνική αναδιοργάνωση της κατεστραμμένης χώρας μας. Ο πρωθυπουργός διαπράττει πολιτικό έγκλημα όταν κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην υπάρχει κλίμα προσφερόμενο για παραγωγική εθνική πολιτική ούτε την επόμενη χρονιά και ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα.