Η Ελλάδα, πιασμένη για ένατη χρονιά στις δαγκάνες του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, πορεύεται «τυφλά» προς το 2019. Κι αυτό προκύπτει από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία της συνεχίζει να ατενίζει το μέλλον χωρίς κανένα συνολικό σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης ανά χείρας. Οτιδήποτε λέγεται δημοσίως σχετικά με την εναγωνίως αναμενόμενη «ανάπτυξη» δεν στηρίζεται σε τίποτε το ουσιαστικό, ακούγεται αδιάφορα και εξατμίζεται στο κοινωνικό στερέωμα. Αιτιολογείται απόλυτα αυτό, αφού εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών του κράτους σε νέες νομοθετημένες βάσεις για καλύτερη και ταχύτερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης δεν υφίσταται. Κατά συνέπεια, οι δημιουργικές δυνάμεις αποθαρρύνονται, κανένα σοβαρό επενδυτικό «περιβάλλον» δεν υφίσταται και έτσι δεν προκύπτει η ποθητή «επανεκκίνηση» των παραγωγικών μηχανισμών της χώρας. Πόσω μάλλον που τα περί «αναπτύξεως» μεγάλα λόγια δεν συσχετίζουν άμεσα το εθνικό κακό με τη χαμηλή ποιότητα της παρεχόμενης δημόσιας εκπαίδευσης, που οδηγεί ήδη στη διαμόρφωση μίας κοινωνίας όπου η μόρφωση και γενικότερα η πνευματική καλλιέργεια των νέων δεν υπολογίζεται ως παραγωγική δύναμη βάσης για εθνική προκοπή.

Χωρίς πυξίδα, λοιπόν, η κυβέρνηση και οι ποικιλώνυμες πολιτικές «ελίτ» οδηγούν το εθνικό σκάφος σε αναζήτηση ενός ασφαλούς λιμένος, τον οποίον, όμως, μόνον η κουρασμένη φαντασία τους διακρίνει στον ορίζοντα. Γι’ αυτό και δεν είναι άλλωστε χωρίς λόγο που οι ξένοι δανειστές της Ελλάδας, καχύποπτοι, παρακολουθούν συστηματικά και ελέγχουν αυστηρά την πορεία της εθνικής οικονομίας, βλέποντας τον Ελληνα πρωθυπουργό να πλέει σε πέλαγος μετα-μνημονιακής χαράς. Βλέπουν επίσης την πολιτική ναυαρχίδα της Κεντροδεξιάς, τη Ν.Δ., να διανέμει στο ελληνικό κοινό αποσπάσματα ενός «προγράμματος» οικονομικής θεραπείας, επίσης χωρίς συνολικό σχέδιο και με απόκρυψη της πικρής αλήθειας για τα όρια των δεσμεύσεων της Αθήνας και τις πραγματικές δυνατότητες της επόμενης κυβέρνησης για μία «άλλη» πολιτική.

Το ακόμη χειρότερο είναι ότι στην πολιτική σκηνή, όλα τα λόγια, οι κρίσεις και τα σχόλια ξοδεύονται στα της «οικονομίας» ως ανεξάρτητου στοιχείου και εργαλείου για πρόοδο και ανάπτυξη. Οι ρήτορες ομιλούν όλοι με άνεση ως έγκριτοι οικονομολόγοι, αποδίδουν προχείρως τα πάντα στην «οικονομική κρίση» και βολικά αποδίδουν σ’ αυτήν, γενικώς, όλα τα εθνικά κενά και τα διαλυτικά ηθικά φαινόμενα που παρατηρούνται πλέον σε βάθος και σε έκταση σε όλους τους τομείς, οι οποίοι εποπτεύονται κατά το Σύνταγμα και τους νόμους από την εκτελεστική εξουσία και τις υφιστάμενές της κρατικές Αρχές. Τα αποτελέσματα αυτής της αξιοθρήνητης πρακτικής τα διαπιστώνει και τα υφίσταται κάθε πολίτης σήμερα. Η πολιτική ένδεια των κομματικών τελάληδων δεν κρύβεται με τίποτε πλέον. Ετσι (μη) σκεπτόμενες, λοιπόν, οι πολιτικές ηγεσίες της εθνικής ήττας ξεφεύγουν από τον πραγματικό κόσμο, που τόσο τις ταλαιπωρεί. Και φορτωμένες τώρα με εκλογικά άγχη επιχειρούν να πάρουν δυνάμεις, ανασταίνοντας δύο νεκρούς: τη Σοσιαλδημοκρατία, που προ πολλού απεβίωσε στην Ελλάδα και έχει κηδέψει με κάθε επισημότητα η Ευρώπη, και τη μεσαία αστική τάξη, που επίσης οδηγήθηκε στην τελευταία της κατοικία, θύμα της βίας των μνημονιακών κυβερνήσεων της χώρας μας. Περιφέροντας, λοιπόν, τα δύο σεπτά λείψανα στη δημόσια σκηνή, τρομαγμένοι και ανιστόρητοι, οι ιερείς των ΣΥΡΙΖΑίων και των «γαλάζιων» υψώνουν τα ξεφτισμένα λάβαρά τους και ψάχνουν για «πιστούς».

Πενιχρές για την ώρα οι εισπράξεις. Οπως είναι αναμενόμενο, οι κακόφωνες ψαλμωδίες τους απωθούν κάθε πολίτη που εξακολουθεί να διατηρεί ακοή και σώας τας φρένας. Ετσι, προβλέπεται ότι οι κομματικοί επιτελείς μάλλον θα αναγκαστούν να υπολογίσουν τελικώς πιο πολύ στους γνώριμούς τους, «αριστερούς» και «δεξιούς Και από εκεί και πέρα… ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι αλιείς μαργαριταριών. Ταπεινοί αλιείς ψήφων είναι, οι δυστυχείς.