Ποτέ δεν ήταν τόσο πολύ φορτωμένη όσο σήμερα με μείζονος σημασίας υποθέσεις η εξωτερική πολιτική της χώρας. Αλλά απολύτως ασύμβατη με τη σοβαρότητα των εθνικών προβλημάτων είναι η κατάσταση στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο της Ελλάδας. Οπου χρειάζεται ψύχραιμη σκέψη, επικρατούν το άγχος και τα πολιτικά πάθη. Οπου χρειάζεται στοιχειώδης εθνική συνεννόηση κερδίζει ο διχαστικός λόγος, με πρωταγωνίστρια την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα. Οπου χρειάζεται μελέτη και σωστή προετοιμασία για τη διαχείριση των μεγάλων προβλημάτων, νικά η προχειρότητα και η πολιτική επιπολαιότητα. Δυστυχώς, όμως, για τις πολιτικές κεφαλές της χώρας, στον κόσμο που αποτελεί το διεθνές περιβάλλον της Ελλάδας σημειώνονται ή επαπειλούνται δραματικές αλλαγές.

Οταν οι Ελληνες πολιτικοί και κομματάρχες καυγαδίζουν ανελέητα εντός και εκτός Κοινοβουλίου, η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει απέναντί της όχι μόνο τα μεγάλα προβλήματα που της δημιουργεί η Τουρκία σε ένα ευρύ γεωγραφικό μέτωπο, αλλά και μια σειρά αλλαγών τις οποίες διεθνείς παράγοντες διαχειρίζονται σε πεδία ανταγωνισμών που αφορούν και ελληνικά εθνικά συμφέροντα.

Κάποια από τα ζητήματα αυτά δημιουργούν συνθήκες που μπορεί να καταλήξουν σε γεωπολιτικές «καταιγίδες». Η ελληνική διπλωματία είναι υποχρεωμένη να κινείται στο περιβάλλον της έχοντας υπ’ όψιν της μια σειρά δεδομένα: Οτι η αμερικανική ομπρέλα γίνεται απόλυτος στρατιωτικός «προστάτης» των Βαλκανίων, αποκρούοντας τη Μόσχα, ότι οι ΗΠΑ κινούνται στην Εγγύς Ανατολή, όπου κυοφορούνται συνοριακές αλλαγές, με την Τουρκία σε αντίπαλες θέσεις, ότι η Ουάσινγκτον για πρώτη φορά μεταπολεμικά «πυγμαχεί» με τη γερμανο-γαλλική Ευρώπη, ότι Παρίσι και Βερολίνο προωθούν την ιδέα για τη δημιουργία «ευρωπαϊκού στρατού», κάτι που εξαγριώνει τον πρόεδρο Τραμπ και τους στρατηγούς του στη Συμμαχία, και ότι δίπλα σε όλα αυτά «υπογείως» κινούνται διαδικασίες με στόχο μια «προσέγγιση» Ουάσινγκτον και Μόσχας το 2019. Επιπλέον, διαφαίνεται ότι οι ΗΠΑ και η οικονομικά γονατισμένη Τουρκία μπορεί να βρουν μια βάση «συνεννόησης», προκειμένου να αποφευχθεί μια γενική ρήξη των σχέσεων της Αγκυρας με την Ουάσινγκτον και μια κρίση σχέσεων εντός του ΝΑΤΟ.

Η Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε όλα τούτα, όντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, απόλυτα εξαρτημένη οικονομικά από τον έλεγχο Βρυξελλών-Βερολίνου, όντας και μέλος του ΝΑΤΟ και στενή στρατηγική σύμμαχος των ΗΠΑ από τα Βαλκάνια έως και την Αν. Μεσόγειο. Η Αθήνα έχει «ακουμπήσει» στρατιωτικά στις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα και τις βαλκανικές «μουτζούρες», έχει στερεώσει μαζί με τη Λευκωσία την «ευλογημένη» απ’ την Ουάσινγκτον συμμαχία με Ισραήλ και Αίγυπτο. Γεννάται έτσι ένα ερώτημα: Πόσο «ευρωπαϊκή» μπορεί να είναι η πολιτική εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας, όταν οι ισχυροί εταίροι της στην Ε.Ε. ζητούν τη συγκρότηση «ευρωπαϊκού στρατού», σε απόλυτη διαφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες; Αλλά και πέρα από αυτό: Τι θα σήμαινε για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας αυτός ο στρατός, που θα βρισκόταν -ας μην κρυβόμαστε- υπό τον έλεγχο Γερμανών και Γάλλων, οι οποίοι θα επιδίωκαν τι ακριβώς σε επιχειρησιακό επίπεδο εκτός Ευρώπης; Και με ποια «ευρωπαϊκή» νομιμοποίηση;

Αν η Ελλάδα, φορτωμένη με μεγάλα προβλήματα εθνικής ασφάλειας, βρεθεί αναγκασμένη να πει ένα «ναι» ή ένα «όχι» μπροστά σε μια ιστορικής σημασίας στρατηγική σύγκρουση Γερμανών και Γάλλων με τις Ηνωμένες Πολιτείες στον τομέα της Αμυνας, τότε από την επιλογή της θα κριθούν πολλά για το μέλλον της.

Η διεθνής κατάσταση στην περιοχή μας, οι νέες αμερικανικές πολιτικές, η «επάνοδος» μιας στρατιωτικά πανίσχυρης Ρωσίας στη σκηνή, η γερμανο-γαλλική «ανταρσία» απέναντι στις ΗΠΑ και η «ατελής αρχιτεκτονική» των Βαλκανίων είναι ζητήματα που θα έπρεπε να απασχολούν αδιάκοπα την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Οι ελληνικές ηγεσίες έχουν υποχρέωση να επικεντρωθούν την επόμενη χρονιά σε μια προσπάθεια προετοιμασίας της χώρας για ενδεχόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις δραματικών «ανατροπών».