Μετά από μήνες αβεβαιότητας, της οποίας οι επιπτώσεις είχαν ήδη γίνει ορατές στην οικονομία με τη μορφή της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και της ανασφάλειας των καταθετών, η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος επιτέλους ολοκληρώνεται. Τα καλά νέα είναι σημαντικά. Απομακρύνεται κατ’ αρχήν ο κίνδυνος αρνητικών εξελίξεων, οι οποίες θα άνοιγαν ένα νέο κύκλο αποσταθεροποίησης στην οικονομία και δημιουργούνται προϋποθέσεις για την αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης.

Επιπλέον, εξασφαλίζονται και αναμένεται να εκταμιευθούν στους επόμενους μήνες κεφάλαια για την  αποπληρωμή συσσωρευμένων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου προς ιδιώτες. Η εξέλιξη αυτή, εφόσον η διαδικασία προχωρήσει και υλοποιηθεί ομαλά, θα δώσει μια ανάσα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία η οποία κινείται εδώ και πολύ καιρό στα όρια της ασφυξίας. Τέλος, ανοίγει ξανά ο δρόμος για τη λήψη μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο συγκεκριμένο πρόγραμμα αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και την επιστροφή σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης.

Ωστόσο, το τίμημα της συμφωνίας ήταν υψηλό. Για μια ακόμη φορά συμφωνήθηκε η λήψη επώδυνων περιοριστικών μέτρων, όπως η μείωση των συντάξεων και η μείωση του αφορολογήτου.  Η πρόβλεψη για τα λεγόμενα αντισταθμιστικά μέτρα, μπορεί να καταγράφεται στα θετικά σημεία, όμως το γεγονός ότι η εφαρμογή τους εξαρτάται από την υπέρβαση των στόχων για το πλεόνασμα, αφήνει μεγάλα περιθώρια αβεβαιότητας. Για να ενεργοποιήσει η Ελλάδα αντισταθμιστικά μέτρα ύψους 1% του ΑΕΠ, θα πρέπει να έχει επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και η πρόβλεψη για το 2019 να κινείται στα επίπεδα του 4,5% του ΑΕΠ. Οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να επιτευχθούν με μια οικονομία η οποία εξακολουθεί μέχρι τώρα να βρίσκεται σε ύφεση και με τους φορολογούμενους να έχουν εξαντλήσει κάθε όριο αντοχής.

Συμπερασματικά, θα έλεγε κανείς ότι η συμφωνία της Μάλτας ήταν θετική στο βαθμό που απέτρεψε τα χειρότερα και δημιούργησε προϋποθέσεις για τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Ωστόσο, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα παραμένουν χαμηλές, όσο δεν αλλάζει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Όσο οι ελληνικές κυβερνήσεις αποφεύγουν τις γενναίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και προτιμούν να τις «ανταλλάσσουν» με σκληρά, μέτρα λιτότητας – με μεγάλη ευθύνη και των δανειστών που τα αποδέχονται – η ανάπτυξη θα καθυστερεί. Αντίθετα, θα διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος της ύφεσης, της στασιμότητας και της ανάγκης για νέα περιοριστικά μέτρα. Ο δρόμος για να βγει η Ελλάδα από την κρίση και τη μιζέρια των τελευταίων ετών περνά μέσα από την προώθηση τολμηρών μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στις αγορές, τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των λειτουργικών δαπανών του κράτους και τη μείωση της φορολογίας που επιβαρύνει την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση και την ανάπτυξη.

Εάν δεν εφαρμοστεί αυτό το τρίπτυχο στην πράξη, κάθε νέα συμφωνία θα συνοδεύεται από όλο και βαρύτερο λογαριασμό.

Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος ΚΕΕ & ΕΒΕΑ